Η φτώχια, η πείνα και η δίψα συγκαταλέγονται ανάμεσα στις τραγικότερες μορφές κακοποίησης, ενώ η κλιματική αλλαγή έρχεται να δώσει ένα επιπλέον χτύπημα στις ήδη ευάλωτες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ένα καίριο ερώτημα, που τα τελευταία χρόνια προκύπτει όλο και περισσότερο, αφορά την κλιματική μετανάστευση και τι προβλέπεται στην περίπτωση αυτή, καθώς υπάρχει αύξηση των αριθμών που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν μετά από τις καταστροφές που οι τόποι τους έχουν υποστεί.
Οι κατεστραμμένες σοδειές, η ξηρασία και τα απότομα καιρικά φαινόμενα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση των κατοίκων των χτυπημένων περιοχών, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που η κύρια βιοποριστική ενασχόληση τους είναι η γεωργία, η μελισσοκομία, ή η κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με το ψήφισμα 2001/2197 (ΙΝΙ), οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο στις περιπτώσεις αυτές, καθώς η επιρροή τους στο περιβάλλον δεν είναι ίδια με εκείνη των ανδρών, ενώ η πρόσβασή τους στους πόρους και στα μέσα αντιμετώπισης της κατάστασης και της προσαρμογής επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από διακρίσεις στο εισόδημα, στην πολιτική εξουσία, στην εκπαίδευση και σε όσες ευθύνες συνεπάγεται το νοικοκυριό.
Αναγνωρίζεται από την ΕΕ, δηλαδή, ότι η αλλαγή του κλίματος οξύνει τις διακρίσεις λόγω φύλου και τονίζει την ανάγκη λήψης μέτρων για την αναχαίτιση των ζητημάτων αυτής της μορφής.
Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι εννέα στις δέκα χώρες παγκοσμίως διέπονται από νόμους και ήθη που εμποδίζουν τις γυναίκες να εργάζονται χωρίς την άδεια του συζύγου ή του πατέρα τους και αν ακόμη εργαστούν, τους απαγορεύεται να κατέχουν οικονομικά στοιχεία στο όνομα τους.
Πρόσφατα στην χώρα μας ζήσαμε τις καταστροφικές πλημμύρες της Θεσσαλίας και την τεράστια εσωτερική κλιματική μετανάστευση των πολιτών σε άλλες πόλεις και χωριά της ελληνικής επικράτειας. Ζήσαμε εικόνες πρωτόγνωρης καταστροφής, την απελπισία μπροστά στο έλεος της φύσης, ζήσαμε ρημαγμένες ζωές και την απόγνωση όσων το έργο ζωής τους χάθηκε από την ορμή του νερού.
Παρότι από το 1990 είχε ξεκινήσει η συζήτηση για την κλιματική μετανάστευση και τις επιπτώσεις της, έως τώρα, δεν έχει υπάρξει νομική αναγνώριση, ούτε παρέχεται προστασία σε όσους μεταναστεύουν για τους λόγους αυτούς.
Σύμφωνα με στατιστικά που δημοσίευσε πρόσφατα το Κέντρο Παρακολούθησης εσωτερικών μετατοπίσεων και τα οποία επικαλείται και η Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από το 2008 και μετά πάνω από 376 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων, ενώ μέσα στο 2022 ο μεγαλύτερος όγκος έως σήμερα (32,6 εκατομμύρια) πληθυσμού μετανάστευσαν ακριβώς για τον ίδιο λόγο.
Το 75-80% των προσφύγων ανά τον κόσμο είναι γυναίκες και παιδιά, πληθυσμοί που πλήττονται σοβαρότερα από κάθε κλιματική μετανάστευση, καθώς η υγεία τους, η ασφάλεια και η ανεξαρτησία τους, βρίσκονται σε μεγαλύτερη επισφάλεια από ότι των ανδρών.
Το πρόβλημα φαίνεται να προκύπτει στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, που αφορά το καθεστώς των Προσφύγων, καθώς δεν έχει προβλεφθεί η παροχή ασύλου σε μετανάστες λόγω περιβαλλοντικών καταστροφών.
Η μη νομική αναγνώριση των κλιματικών μεταναστών, ωστόσο, αποτελεί νομικό παράδοξο, καθώς σύμφωνα με την Διακήρυξη της Στοκχόλμης του 1972 δηλώνεται με σαφήνεια ότι υπάρχει το «θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία, στην ισότητα και στις κατάλληλες συνθήκες ζωής σε ένα περιβάλλον ποιότητας που επιτρέπει μια ζωή αξιοπρέπειας και ευημερίας».
Η Διακήρυξη της Στοκχόλμης θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση της επικαιροποίησης της Σύμβαση της Γενεύης, προλαβαίνοντας τις πρακτικές επαναπροώθησης προσφύγων αιτούντων άσυλο λόγω κλιματικών καταστροφών.
Υπολογίζεται ότι έως το 2050 θα εκτοπιστούν τουλάχιστον 20 εκατομμύρια άνθρωποι από τις πατρίδες τους εξαιτίας των κλιματικών καταστροφών.
Αν και οι γυναίκες όπως προαναφέρθηκε είναι σε ιδιαίτερα δυσμενή και ευάλωτη θέση στις συνθήκες αυτές, η ίδια η φύση των γυναικών θα μπορούσε να αποτελέσει και το κλειδί της λύσης του προβλήματος.
Ως γνωστόν, η γυναικεία συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι συνώνυμη της αποτελεσματικής εξεύρεσης λύσεων σε περιπτώσεις κρίσεων.
Πέρα από το «ένστικτο δικαιοσύνης και πολιτικής ορθότητας», οι γυναίκες διαθέτουν ισχυρές γνώσεις και εμπειρογνωμοσύνη, λειτουργούν με σύνεση και με ψυχραιμία.
Στην καθημερινότητά τους, οι γυναίκες συχνά ενεργούν ως διαχειριστές των φυσικών και οικιακών πόρων, λαμβάνοντας μάλιστα τις κύριες αποφάσεις που επηρεάζουν τις οικογένειες και το περιβάλλον τους.
Οι επιπλέον ρόλοι διαχείρισης, που αναλαμβάνουν και εκτελούν, ενισχύουν την ικανότητα τους να συνεισφέρουν στην χάραξη στρατηγικών για την κλιματικά ανθεκτική επιβίωση μας στα επόμενα χρόνια.
Το ιδανικό θα ήταν, βέβαια, η ισότιμη εκπροσώπηση των φύλων στην χάραξη της περιβαλλοντικής πολιτικής και όχι μόνο το 40% της γυναικείας εκπροσώπησης σε όλα τα όργανα, που προβλέπεται από την Διάσκεψη του Durban για την κλιματική αλλαγή (COP 17).
Άλλωστε, όπως σαφέστατα αναφέρεται και στην πρόταση ψηφίσματος 2011/2197(ΙΝΙ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η ισότιμη συνύπαρξη των φύλων οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα για το περιβάλλον και την επιβίωση των ειδών του πλανήτη μας, καθώς η επίτευξη της ισότητας των φύλων είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμησης της φτώχιας και των συνεπειών που προκύπτουν μέσα από τις κλιματικές καταστροφές.
Προς την ίδια κατεύθυνση, τα μέλη της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος (UNFCCC) αναγνωρίζουν τη σημασία της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών και των ανδρών στις διαδικασίες της και στην ανάπτυξη και εφαρμογή εθνικών πολιτικών για το κλίμα που ανταποκρίνονται στο φύλο.
Έχουν, μάλιστα, καθιερώσει ένα ειδικό σημείο της ημερήσιας διάταξης στο πλαίσιο της Σύμβασης, το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με θέματα φύλου και κλιματικής αλλαγής.
Το κείμενο αυτό συμπεριλαμβάνεται στο γενικό κείμενο στη Συμφωνία του Παρισιού.
Η κλιματική αλλαγή δεν κάνει διακρίσεις: οι συνέπειες της μας αφορούν «χθες».