Στροφή στη θέρμανση με την καύση ξύλων κάνουν αρκετοί, λόγω κόστους, ωστόσο όσοι επιλέγουν τη συγκεκριμένη θέρμανση, θα πρέπει να προσέξουν τόσο τα ξύλα που χρησιμοποιούν, όσο και τη συντήρηση, προκειμένου να μην αποκτήσουν προβλήματα υγείας.
Όπως τόνισε στην εκπομπή «ΣΚΑΪ Τώρα» και τη Φαίη Σφακιωτάκη, η καθηγήτρια πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Κατερίνα Αντωνίου, «ένα παραδοσιακό τζάκι απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα 30 φορές περισσότερο όγκο σωματιδίων, απ’ ότι ένας πολύ καλά συντηρημένος καυστήρας μιας πολυκατοικίας, που εξυπηρετεί πολλά διαμερίσματα. Εκτός από την εσωτερική ρύπανση και το πρόβλημα που δημιουργείται και στην ατμόσφαιρα, όλα αυτά συνδέονται και με τη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, αλλά και με νόσους των αεραγωγών με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία. Υπάρχουν συνάνθρωποί μας που δεν έχουν καπνίσει ποτέ, αλλά έχουν νόσο των αεραγωγών από τη βιομάζα, τις ξυλόσομπες. Είναι κάτι που το βλέπουμε συχνά σε ηλικιωμένους».
Δίνοντας πρακτικές οδηγίες, η κ. Αντωνίου ξεκαθάρισε πως δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν καυσόξυλα χλωρά, μαλακά ή μεγάλα ξύλα, ξύλα που δε γνωρίζουμε την προέλευσή τους, ξύλα θαλάσσης, ο δηλητηριώδης κισσός, βαμμένα ξύλα, καθώς και χημικά προσανάμματα.
Στον αντίποδα, κατάλληλα θεωρούνται τα καυσόξυλα από λευκή δρυ, ελιά, οξιά και πεύκο, ενώ παράλληλα απαραίτητη είναι και η σωστή συντήρηση του τζακιού ή της ξυλόσομπας.
Επίσης, δεν θα πρέπει να στριμώχνονται μεταξύ τους τα ξύλα, για να κυκλοφορεί ο αέρας καλύτερα ανάμεσα τους και να αερίζεται ο χώρος.