Η ψυχική υγεία έρχεται ολοένα και συχνότερα στο επίκεντρο των συζητήσεων, ειδικότερα μετά τις προφανείς επιπτώσεις που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού και τα περιοριστικά μέτρα που την συνόδευσαν. Οι αριθμοί προκαλούν προβληματισμό: Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 1 στους 8 ανθρώπους παγκοσμίως (970 εκατομμύρια άνθρωποι) ζει με ψυχική διαταραχή. Η ψυχική υγεία κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, κόστος που προβλέπεται να αυξηθεί στα 6 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας εξεύρεσης αποτελεσματικών τρόπων διαχείρισης του τεράστιου ψυχικού φόρτου που φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, νέα μελέτη έρχεται να υποστηρίξει ότι μια απλή μέθοδος δείχνει να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στη διαχείριση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Ειδικότερα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας (UniSA) υποστηρίζουν ότι η σωματική άσκηση είναι 1,5 φορά πιο αποτελεσματική ακόμη κι από καθιερωμένες μεθόδους διαχείρισης των ψυχικών διαταραχών, όπως η συμβουλευτική και τα φάρμακα. Πρόκειται για την πιο ολοκληρωμένη ανασκόπηση που έχει διεξαχθεί έως σήμερα στον εν λόγω τομέα. Τα συμπεράσματά της δημοσιεύονται στο British Journal of Sports Medicine.
Ειδικότερα, τα επικαιροποιημένα ευρήματα έδειξαν ότι παρεμβάσεις που σχετίζονταν με την άσκηση και διαρκούσαν έως και 12 εβδομάδες ήταν οι πιο αποτελεσματικές στη μείωση των συμπτωμάτων ψυχικής υγείας, σε άμεσο μάλιστα χρόνο. Τα μεγαλύτερα οφέλη παρατηρήθηκαν σε άτομα με διαγνωσμένη κατάθλιψη, εγκύους και γυναίκες με επιλόχειο κατάθλιψη καθώς και άτομα που είχαν διαγνωστεί με HIV ή νεφρική νόσο.
Ο επικεφαλής ερευνητής του UniSA, δρ. Ben Singh, υποστήριξε ότι η σωματική δραστηριότητα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την καλύτερη διαχείριση των διαρκώς αυξανόμενων περιπτώσεων ψυχικών διαταραχών. «Είναι γνωστό ότι η σωματική άσκηση μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της ψυχικής υγείας. Ωστόσο, παρά τον σεβαστό όγκο επιστημονικών στοιχείων που το επιβεβαιώνουν, εξακολουθεί έως σήμερα να μην υιοθετείται ως πρώτη επιλογή θεραπείας», λέει χαρακτηριστικά. «Η ανασκόπησή μας δείχνει ότι παρεμβάσεις που σχετίζονται με τη φυσική δραστηριότητα μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα συμπτώματα της κατάθλιψης και του άγχους σε όλους τους κλινικούς πληθυσμούς, με ορισμένες ομάδες να παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερα σημάδια βελτίωσης», προσθέτει.
Σχολιάζοντας, ειδικότερα, το είδος της άσκησης που έδειξε να έχει τα μεγαλύτερα οφέλη, ο δρ. Singh είπε: «Η άσκηση υψηλότερης έντασης έδειξε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, ενώ η μεγαλύτερη διάρκεια άσκησης είχε μικρότερη αποτελεσματικότητα συγκριτικά με τη σύντομη ή μέση διάρκεια. Διαπιστώσαμε, επιπλέον, ότι όλα τα είδη σωματικής δραστηριότητας και άσκησης ήταν ωφέλιμα, συμπεριλαμβανομένης της αερόβιας άσκησης, όπως το περπάτημα, η προπόνηση με αντίσταση, το Pilates και η γιόγκα».
«Το σημαντικότερο συμπέρασμα της ανασκόπησης είναι ότι δεν απαιτείται υπερβολική σωματική άσκηση – ακόμη και μια μέση δραστηριότητα μπορεί να ωφελήσει σημαντικά την ψυχική σας υγεία», κατέληξε ο δρ. Singh.
Η ερευνήτρια Carol Maher, καθηγήτρια στο UniSA, δήλωσε σχετικά: «Ελπίζουμε ότι αυτή η ανασκόπηση θα αναδείξει την ανάγκη για σωματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων δομημένων παρεμβάσεων άσκησης, ως βασική προσέγγιση για τη διαχείριση της κατάθλιψης και του άγχους».