Ο γενεαλογικός χαρακτήρας της μεταπολίτευσης διαμορφώθηκε εν πολλοίς από το Κίνημα που ιδρύθηκε στις 3 του Σεπτέμβρη του 1974. Ένας νέος πολιτικός οργανισμός, οι πρωτεργάτες του οποίου διαμόρφωσαν την εποχή τους, με την επόμενη γενιά να καρπώνεται τα οφέλη της, κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας.
Σήμερα, αυτή η γενιά, έχει ήδη δώσει τη θέση της στην επόμενη, τους σημερινούς σαραντάρηδες. Μια γενιά που δεν έχει μνήμες από τα χρόνια της δικτατορίας, κουβαλά όμως τις ανησυχίες για τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής.
Η αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα, οι γρήγορες τεχνολογικές εξελίξεις που είναι απαραίτητες, αποσταθεροποιούν, ωστόσο, τα εργασιακά πρότυπα, η διπλή μετανάστευση, μία από την άλλη πλευρά της Μεσογείου προς τη χώρα μας και μία με τη διαφυγή ανθρώπινου δυναμικού προς το εξωτερικό, σε συνδυασμό με τις δομικές αδυναμίες της οικονομίας, διαμορφώνουν ένα τοπίο θολό για το μέσο Έλληνα.
Διότι οι πολιτικοί θεσμοί της Μεταπολίτευσης μπορεί να αποδείχθηκαν ανθεκτικοί, ικανοί ακόμη και να επιβιώσουν των επαναλαμβανόμενων κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας και πλέον, αλλά η μελλοντική τους πρόκληση είναι να αποδείξουν ότι μπορούν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να αντιμετωπίσουν τα εκτεταμένα προβλήματα που άφησαν πίσω τους αυτές οι κρίσεις στην καθημερινότητα των Ελλήνων.
Για την επέτειο της 3ης του Σεπτέμβρη και τους συμβολισμούς της έχουν μιλήσει πολλοί.
Μία μόνο απλή σκέψη. Το ΠΑΣΟΚ ενίσχυσε την ανθεκτικότητα της χώρας. Δημιούργησε εκείνους τους θεσμούς, τις δομές και τις συνθήκες για να φτάσει ο τόπος, εδώ που είναι σήμερα.
Από αυτό το σημείο, προκύπτει και η μεγάλη πρόκληση. Πώς θα καταφέρουμε να ανταποκριθούμε στις νέες δοκιμασίες που προκύπτουν σήμερα, με την ίδια ικανότητα και σοφία, και την αίσθηση της ιστορίας που επέδειξαν τα ιστορικά στελέχη της Παράταξης τα προηγούμενα πενήντα χρόνια.
Και μια από τις μεγάλες προκλήσεις, αφορά στη ρηχή οικονομία και την αδυναμία της προσαρμοστεί στις αλλαγές των τελευταίων 20 χρόνων που σημαδεύτηκαν από την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη του διαδικτυακού κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια η ακρίβεια έχει γίνει κεντρικό θέμα στη οικονομική ειδησεογραφία, καθώς και οι επιπτώσεις της στην ανισότητα, στο γενικότερο κόστος ζωής και εν τέλει τη φτώχεια. Όμως, μικρή αναφορά γίνεται στην έλλειψη ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και στην επίπτωσή του στο ισοζύγιο πληρωμών. Ουσιαστικά το πρόβλημα της έλλειψης ανταγωνισμού είναι κεντρικό ζήτημα στη λειτουργία των αγορών και σημαντικός προσδιοριστικός παράγων της ακρίβειας και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας. Κάποτε, η λύση ήταν η κρατικοποίηση πολλών τομέων της οικονομίας προκειμένου να «ελέγχονται» οι τιμές, σε ένα ανεκτό επίπεδο. Σήμερα, η λογική αυτή έχει ξεπεραστεί, ωστόσο η έλλειψη κρατικών/δημόσιων δομών (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, τράπεζες κτλ) ήταν η αφορμή να γίνει η κοινωνία βορά των επιμέρους ολιγοπωλίων. Σήμερα συνεπώς, προκύπτει ένα ζήτημα σε σχέση με το εύρος των ρυθμίσεων της πολιτείας, των παρεμβάσεων που μια οργανωμένη πολιτεία οφείλει να κάνει, για να προστατεύσει τους καταναλωτές.
Οι νέες ευκαιρίες από την τεχνολογική πρόοδο, φέρνουν μαζί τους και νέους κινδύνους. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές έχουν εκτεθεί σε αυτούς. Η απουσία ενός αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου, πλήττει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ενισχύει τα ολιγοπώλια και δίνει ακόμα μεγαλύτερο χώρο στους οικονομικούς κολοσσούς.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ως μοναδικός και φυσικός εκφραστής της κεντροαριστεράς στη χώρα, οφείλει να περιγράψει τα βήματα για την ανάκτηση των πρωτοβουλιών που απαιτούνται για την προστασία των καταναλωτών. Ελλείψει ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος, έχουμε υποχρέωση δίπλα στις μεγάλες και ευρείες πολιτικές προτάσεις που έχουμε αναπτύξει και καταθέσει στον κοινωνικό διάλογο, να περιγράψουμε και το μοντέλο για την αναγκαία ρύθμιση της αγοράς. Μια πολιτική που διασφαλίζει το δυναμισμό και τη ζωτικότητα της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα θα προστατεύει τους Έλληνες από τις ολιγοπωλιακές πρακτικές και θα προλαμβάνει την αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά και τη κατάχρηση της ισχύος.
Στα χρόνια που πέρασαν καταφέραμε πολλά. Τώρα πρέπει να ανοίξουμε νέους κύκλους παρέμβασης, μέσα στο πεδίο της οικονομίας, όπως αυτή διαμορφώνεται και όπως αυτή διαμορφώνει την καθημερινότητα των ελληνικών νοικοκυριών.