Χώρα – «υπόδειγμα», που καταγράφει από τα χαμηλότερα ποσοστά καπνιστών στον κόσμο, θεωρείται η Νέα Ζηλανδία. Οι περιορισμοί στο κάπνισμα στη χώρα αυτή του νότιου ημισφαιρίου ξεκίνησαν να τίθενται ήδη πριν από περίπου 70 χρόνια, ενώ η πρόσφατη νομοθεσία που εγκρίθηκε από τα αρμόδια όργανα έχει στόχο να καταστήσει τη Νέα Ζηλανδία «smoke free» έως το 2025.
Εν τούτοις, αν και μοιάζει ως ένα «παράδειγμα προς μίμηση» για τον υπόλοιπο κόσμο, οι επιμέρους παράμετροι αυτής της πολιτικής θα πρέπει να εξεταστούν πολύ προσεκτικά, όπως επισημάνθηκε κατά την 5η Επιστημονική Σύνοδο για τη Μείωση της Βλάβης του Καπνίσματος: «Νέα προϊόντα, Έρευνα & Πολιτική», που διοργανώθηκε από την SCOHRE, τη Διεθνή Ένωση για τον Έλεγχο και τη Μείωση των Βλαβών του Καπνίσματος, στις 21 και 22 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της συνόδου, ο David T. Sweanor J.D., ως συντονιστής, παρουσίασε την κεντρική ομιλήτρια Marewa Glover, διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Αριστείας: Indigenous Sovereignty & Smoking, στη Νέα Ζηλανδία, ως άτομο που αμφισβητεί το status quo της συγκεκριμένης κατάστασης στη χώρα και η οποία εστιάζει στην κατανόηση, τη βοήθεια και την ενδυνάμωση των περισσότερων μειονεκτούντων ατόμων της κοινωνίας, παράλληλα με τις προσπάθειές της για τον έλεγχο του καπνίσματος.
Η Νέα Ζηλανδία ως πρότυπο περιορισμού του καπνίσματος για άλλες χώρες
Παρουσιάζοντας το τι επικρατεί στη Νέα Ζηλανδία αναφορικά με το κάπνισμα, η κ. Glover ξεκίνησε από πολύ νωρίς: Ήδη από το 1945 καταγράφονται οι πρώτοι περιορισμοί στο κάπνισμα, που σταδιακά αυξάνονταν για να φτάσουμε στο 1990 και να θεσπιστεί τότε ο πρώτος νόμος σε παγκόσμιο επίπεδο, που μιλούσε για smoke free χώρους, για χώρους όπου απαγορευόταν το κάπνισμα. Η πολιτική αυτής της κατεύθυνσης συνεχίστηκε στους ίδιους ρυθμούς, με αποτέλεσμα το 2020 να ψηφιστεί νέος νόμος που θέτει σοβαρές απαγορεύσεις και για το άτμισμα, και ο οποίος, κατά την άποψη της κ. Glover «σηματοδότησε μια στροφή από τη μείωση της βλάβης στην απαγόρευση».
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να εξετάσουμε τόσο τα επιμέρους αποτελέσματα της συγκεκριμένης πολιτικής όσο και να επιχειρήσουμε να δούμε πού πρόκειται να οδηγήσουν οι επιπλέον πρόσφατες ρυθμίσεις, όπως επισήμανε η ομιλήτρια. Η ίδια άλλωστε τόνισε ιδιαιτέρως πως η Νέα Ζηλανδία έφτασε ως εκεί μετά από δεκαετίες λήψης αντίστοιχων – μικρότερων – μέτρων αλλά και εκπαίδευσης των πολιτών σχετικά με την υγεία και τις επιπτώσεις του καπνίσματος, περιορισμών στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση του κλάδου, απαγόρευσης της διαφήμισης προϊόντων καπνού στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο και την επιβολής φόρου στον καπνό. Είναι χαρακτηριστικό πως η υποχωρητική θεραπεία υποκατάστασης χρηματοδοτήθηκε μόλις το 2006.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το ποσοστό των καπνιστών στη Νέα Ζηλανδία έχει μειωθεί από 27% το 1992 σε 18,4% το 2011-12 και στη συνέχεια σε 10,9% το 2020-21, ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε πως καταγράφονται σημαντικές διαφορές μέσα στο ποσοστό αυτό, ανάλογα με το επίπεδο εισοδήματος των πολιτών: Οι καπνιστές παραμένουν σημαντικά περισσότεροι μεταξύ των φτωχότερων και των πιο μειονεκτούντων στην κοινωνία της χώρας. Η κ. Glover επισήμανε πως αυτός είναι ένας τομέας που χρειάζεται προσοχή, προκειμένου να μειωθούν αυτές οι ανισότητες, εκφράζοντας παράλληλα σημαντικές επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο οι γενικές απαγορεύσεις του πρόσφατου νομοθετήματος του 2020 μπορούν να το επιτύχουν ή να φέρουν αντίθετα αποτελέσματα: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό αυτές οι ανισότητες να εξαλειφθούν πριν σκεφτούμε την επιβολή ποινικοποιητικών πολιτικών που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι κίνδυνοι της απαγόρευσης
Οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που τέθηκαν αναφορικά με το άτμισμα στη Νέα Ζηλανδία δεν συνάδουν με την προάσπιση της δημόσιας υγείας, αλλά αντίθετα, τείνουν περισσότερο στην απαγόρευση και την αδιάκριτη ποινικοποίηση, τόνισε η κ. Glover. Το άτμισμα στη Νέα Ζηλανδία ξεκίνησε περίπου το 2011 και αυτή η τάση σύντομα εξαπλώθηκε. Πλέον, εφαρμόζεται μία μορφή κοινωνικής μηχανικής, βασισμένη σε ηθικούς περιορισμούς, παρά σε ιατρικά δεδομένα με την οποία η κ. Glover διαφωνεί: «Αν και θεωρείται ως προοδευτικό και ως παράδειγμα προς μίμηση για άλλες χώρες, σας συνιστώ να επιμείνετε στην προσέγγιση της δημόσιας υγείας», ανέφερε κατά την ομιλία της.
Σύμφωνα με πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση που προωθείται αυτή την περίοδο από το Κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας, προτείνεται η μείωση της ποσότητας νικοτίνης στα καπνικά προϊόντα σε υπολειτουργικό επίπεδο (π.χ. απόδοση <0,05 mg/g), η μείωση του αριθμού των πωλητών του στη χώρα από περίπου 8.000 που είναι σήμερα σε περίπου 500-1.000, ενώ τέλος αυξάνεται το ηλικιακό όριο για τη νόμιμη αγορά από τα 18 έτη και κατά ένα έτος/χρόνο. Στο σημείο αυτό, η κ. Glover παρατηρεί το σημαντικότερο πρόβλημα για τη Νέα Ζηλανδία, καθώς πρόκειται για μία απαγόρευση που δεν συνάδει με τη μείωση της βλάβης, αλλά διέπει αδιακρίτως κάθε περίπτωση, είναι τιμωρητική και μη συμπονετική, ενώ κατά την εκτίμησή της, είναι πιθανόν να προκαλέσει προβλήματα, παρά να δώσει λύσεις. Η ίδια μάλιστα ανέφερε πιθανούς κινδύνους, μιλώντας για περιπτώσεις τραυματισμών που απορρέουν από τη δραστηριότητα της μαύρης αγοράς, για επιδείνωση της ψυχικής υγείας, αύξηση της περιθωριοποίησης, αλλά και για στροφή σε ουσίες υψηλότερου κινδύνου.
«Χρειάστηκε μια ολόκληρη γενιά στη Νέα Ζηλανδία για να φτάσει εδώ που είναι σήμερα»
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, αλλά και απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού, η κ. Glover επισήμανε τους κινδύνους της απαγόρευσης, κάνοντας λόγο για προκλήσεις αναφορικά με την παραπληροφόρηση σχετικά με τον κίνδυνο από τη νικοτίνη, την απώλεια της ακαδημαϊκής ελευθερίας, την άνοδο του «φιλελεύθερου πατερναλισμού» και τον περιορισμό του ανθρώπινου δικαιώματος για αυτονομία και αξιοπρέπεια.
Είναι σαφές πως η Νέα Ζηλανδία αποτελεί παράδειγμα αναφορικά με το μικρό ποσοστό καπνιστών που καταγράφει σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, είναι όμως εξίσου σαφές ότι υπάρχουν πολύ σημαντικά «σημεία-κλειδιά» που χρειάζονται επισήμανση. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η κ. Glober, «χρειάστηκε μια ολόκληρη γενιά στη Νέα Ζηλανδία για να φτάσει εδώ που είναι σήμερα», γεγονός που σημαίνει ότι αυτού του είδους τα ποσοστά, αλλά και τα μέτρα δεν δύνανται να επιβληθούν και να επιτευχθούν «από τη μία ημέρα στην άλλη».
Οι καιροί και τα προϊόντα έχουν αλλάξει, σήμερα, τόνισε, μιλώντας για μία πρακτική στρατηγική, αποδεκτή από τον καταναλωτή, που θα μπορούσε να εξαλείψει το κάπνισμα σε ολόκληρο τον κόσμο, μακριά από τις γενικές απαγορεύσεις και από την εφαρμογή πολιτικών που δεν υποστηρίζονται από πραγματικές επιστημονικές δοκιμές που να καταγράφουν τις αρνητικές επιπτώσεις και τις συνέπειές τους.