Μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο Heriot-Watt ανέπτυξε υλικά που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα απόβλητα των αποστακτηρίων για την παραγωγή υδρογόνου, το οποίο, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα, δεν παράγει άνθρακα κατά την καύση του.
Μέλημα των επιστημόνων είναι να βρουν ένα αποδοτικό τρόπο αντικατάστασης του (γλυκού) νερού στη δημιουργία υδρογόνου με υγρά απόβλητα που παράγονται στα αποστακτήρια του ουίσκι. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο καθώς εκτιμάται ότι παράγονται ετησίως περίπου ένα δισ. λίτρα υγρών αποβλήτων στα αποστακτήρια ουίσκι που αποτελεί πρόκληση για την αξιοποίησή του.
Η ομάδα του Heriot-Watt ελπίζει ότι το υλικό που ανέπτυξε θα χρησιμοποιήσει μέρος του περίπου ενός δισεκατομμυρίου λίτρων υγρών αποβλήτων για τη δημιουργία υδρογόνου.
Η διαδικασία
«Χρειάζονται εννέα χιλιόγραμμα νερού για την παραγωγή ενός κιλού υδρογόνου. Εν τω μεταξύ, κάθε ένα λίτρο παραγωγής βύνης ουίσκι δημιουργεί περίπου 10 λίτρα υπολείμματος» σημειώνει ο Δρ Sudhagar Pitchaimuthu, επιστήμονας υλικών στη Σχολή Μηχανικών και Φυσικών Επιστημών του πανεπιστημίου.
«Για να συμβάλλουμε στην προστασία του πλανήτη, πρέπει να μειώσουμε τη χρήση νερού και άλλων φυσικών πόρων. Έτσι, η έρευνά μας επικεντρώθηκε στο πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το νερό από τα αποστακτήρια για την παραγωγή υδρογόνου με μια απλή διαδικασία» συμπληρώνει.
Ο Δρ Pitchaimuthu και η ομάδα του ανέπτυξαν ένα υλικό σε νανοκλίμακα -ένα σωματίδιο με διάμετρο 1/10.000 της ανθρώπινης τρίχας- που επιτρέπει στα απόβλητα των αποστακτηρίων να αντικαταστήσουν το γλυκό νερό στη διαδικασία παραγωγής πράσινου υδρογόνου.
Τι έδειξαν οι δοκιμές
Τα νανοσωματίδια κατασκευασμένα από σεληνιούχο νικέλιο επεξεργάζονται το νερό και οι δοκιμές έχουν δείξει ότι επιτρέπουν τη δημιουργία παρόμοιων ποσοτήτων υδρογόνου από λύματα με τρόπο παρόμοιο που γίνεται από νερό.
Τα επόμενα βήματα για τους ερευνητές της Heriot-Watt περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του δικού τους πρωτοτύπου ηλεκτρολύτη για υπάρξει αξιοσημείωτη αύξηση της παραγωγής των νανοσωματιδίων του σεληνιούχου νικελίου.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό της Royal Society of Chemistry, Sustainable Energy & Fuels. Χρηματοδοτήθηκε από τη Σχολή Μηχανικής και Φυσικών Επιστημών του Heriot-Watt και ολοκληρώθηκε σε συνεργασία με το Τμήμα Χημικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου του Bath και το Ινστιτούτο Έρευνας για το Σκωτσέζικο Ουίσκι.