Στην εκλογική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και στην πολιτική γραμμή του ως θετικό παράδειγμα για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της κεντροδεξιάς αναφέρεται σήμερα σε άρθρο γνώμης ο Κλάουντιο Τσεράζα, διευθυντής της ιταλικής εφημερίδας «Ιl Foglio», φιλελεύθερου προσανατολισμού.
Πιο αναλυτικά, στο άρθρο γνώμης του που δημοσιεύεται στο πρωτοσέλιδο της Il Foglio, ο Τσεράζα υπογραμμίζει:
«Θα καταλήξουμε σαν την Ελλάδα; Ας ελπίσουμε. Στη μεγάλη κινητικότητα της ευρωπαϊκής δεξιάς, μιας δεξιάς που βρίσκεται σε αναζήτηση νέου προφίλ, νέας ιστορίας, μιας καινούριας ταυτότητας και μιας αποδεκτής παρουσίας, υπάρχει ένα όνομα που οι λεγόμενοι Συντηρητικοί στην Ιταλία διάλεξαν να βγάλουν από το λεξιλόγιό τους. Αυτό το όνομα προφέρεται δύσκολα, πράγματι. Ο λόγος, όμως, της επιλογής αυτής της ιταλικής δεξιάς είναι ένα ζήτημα πιο λεπτό από τη δύσκολη προφορά του ονόματος.
Το να αναφέρεσαι στον θρίαμβο της δεξιάς στην Ελλάδα (η οποία κατέκτησε 158 έδρες σε σύνολο 300), θα σήμαινε ότι παραδέχεσαι την ύπαρξη ενός εντυπωσιακά επιτυχημένου μοντέλου, το οποίο όμως βρίσκεται στους αντίποδες του λαϊκιστικού δόγματος που τα τελευταία χρόνια τροφοδοτήθηκε από τους συντηρητικούς της Ιταλίας.
Για μεγάλο διάστημα, η ιταλική δεξιά υπέδειξε στους ψηφοφόρους της την υποχρεωτική οδό του αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης, της λιτότητας και των αγορών, με στόχο να αυξηθεί η ευημερία των πολιτών. Και για αυτόν τον λόγο διάλεξε να εντοπίσει ως επίγειο προφήτη της τον πρόεδρο της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος στη χώρα του αντιπροσώπευσε αποτελεσματικά τα αιτήματα ενός είδους δεξιάς αποφασισμένης να εκφράσει μια πολιτική εσωστρέφειας.
Η νίκη του Μητσοτάκη στην Ελλάδα προσφέρει όμως στην ευρωπαϊκή δεξιά μια σαφή εναλλακτική στο μοντέλο Όρμπαν και η εναλλακτική αυτή θα έπρεπε να αξιολογηθεί με προσοχή για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι τα όσα έπραξε τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο Μητσοτάκης κατά τη διακυβέρνησή του στο πεδίο της οικονομίας. Αν κάποιος διαθέτει την υπομονή να διασταυρώσει τους αριθμούς των εθνικών σχεδίων μεταρρύθμισης που εστάλησαν στο τέλος Απριλίου από την ιταλική και την ελληνική κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα ανακαλύψει κάτι το ενδιαφέρον.
Πρώτον: μέσα σε τέσσερα χρόνια, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα είναι μικρότερο από εκείνο της Ιταλίας. Θα είναι της τάξης του 135,2% του ΑΕΠ έναντι του 140,4% του ιταλικού, (το 2020 το ελληνικό χρέος άγγιζε το 206,3% του ΑΕΠ) ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας θα είναι διπλάσιος από εκείνον της Ιταλίας. Οι προβλέψεις του Απριλίου λένε ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παρουσιάσει αύξηση 2,3% το έτος 2023, 3% για το 2024, 1,3% το έτος 2025 και 1,1% το 2026. Τον Απρίλιο, παράλληλα, οι προβλέψεις της ιταλικής κυβέρνησης αναφέρονταν σε ανάπτυξη 0,9 % για το 2023 (αλλά σύμφωνα με το επίσημο στατιστικό ινστιτούτο της χώρας θα είναι τουλάχιστον 1,2%) του 1,4% το έτος 2024, 1,3% το 2025 και της τάξης του 1,1% το 2026.
Το ίδιο ισχύει και για το πρωτογενές πλεόνασμα. Φέτος η Ελλάδα προβλέπει ότι θα καταγράψει περισσότερα έσοδα από δαπάνες (με προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% για το 2023) ενώ η Ιταλία, κατά τη φετινή χρονιά προβλέπει ότι θα έχει έλλειμμα 0,8%.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον η ιταλική δεξιά θα έπρεπε να μελετήσει με προσοχή το μοντέλο Μητσοτάκη είναι αυτός στον οποίο αναφέρθηκε πριν λίγες ημέρες και η Wall Street Journal. Πρόκειται για την υιοθέτηση μιας μεθόδου εκ διαμέτρου αντίθετης από εκείνη του Όρμπαν. Ο Μητσοτάκης πρώτα εξυγίανε την Ελλάδα και ύστερα κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος μείωση κατά επτά μονάδες του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, προαναγγέλλοντας μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με προσέγγιση που δεν θέλει να προκαλέσει δημοσιονομικό πρόβλημα και αναφερόμενος σε ένα στοιχείο κλειδί για τη βελτίωση της ευημερίας των πολιτών του: στοιχηματίζοντας, δηλαδή, όχι στον λαϊκισμό κατά των αγορών, αλλά στα οφέλη που προκύπτουν από ένα σωστό μείγμα πειθαρχημένης δημοσιονομικής πολιτικής και εμπιστοσύνης προς την παγκοσμιοποίηση.
Στην ιταλική δεξιά, το μοντέλο της ελληνικής δεξιάς προκαλεί αμηχανία διότι παρουσιάζει μια επιτυχημένη εναλλακτική στο μοντέλο της λαϊκιστικής δεξιάς και λόγω του ότι υποδεικνύει το κομμάτι του δρόμου που πρέπει να διανυθεί για να περάσει κανείς με αποφασιστικό τρόπο από την περίοδο της συνωμοσιολογίας σε εκείνη του πραγματισμού.
Λιγότερα λόγια, περισσότερο Μητσοτάκη. Θα καταλήξουμε σαν την Ελλάδα; Μακάρι».