Ο κλάδος μελισσοκομίας, χωρίς να αποτελεί τον σημαντικότερο κλάδο του μεγάλου και εξαιρετικά αναπτυγμένου ισπανικού αγροτικού τομέα, παρουσιάζει ωστόσο σημαντικό ενδιαφέρον, καθώς από τη μία πλευρά χαρακτηρίζεται από αξιόλογη εξωστρέφεια και από την άλλη καταγράφει σταθερή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, τόσο όσον αφορά τον αριθμό των μελισσοκομικών εκμεταλλεύσεων, όσο και τον αριθμό των μελισσοκόμων.
Σύμφωνα με έρευνα αγοράς που συνέταξε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη Μαδρίτη, ιδιαίτερα για τις κύριες παραγωγούς περιοχές της Ισπανίας, την Εστρεμαδούρα, την Ανδαλουσία, την Καστίλη-Λεόν, την Βαλένθια και την Γαλικία, η μελισσοκομική δραστηριότητα συνιστά την κύρια κτηνοτροφική δραστηριότητα μεγάλης μερίδας των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με την έρευνα, από πλευράς εγχώριας κατανάλωσης, λίγο πάνω από το 1/3 των ισπανικών νοικοκυριών καταναλώνουν μέλι σε συστηματική βάση, ενώ οι προτιμήσεις των Ισπανών καταναλωτών στρέφονται προς το συσκευασμένο μέλι, το οποίο διατίθεται υπό αρκετά εμπορικά σήματα, καθώς και υπό ιδιωτικές ετικέτες, στις αλυσίδες του λιανεμπορίου, σε σχετικά προσιτές τιμές. Ωστόσο, υπάρχει αξιόλογη αγορά και για το χύμα μέλι, καθώς επίσης και για μέλια καλύτερης ποιότητας, με πιο υψηλό γαστρονομικό προφίλ, κυρίως παραγόμενα από μικρές τοπικές μονάδες και συνεταιρισμούς και διατιθέμενα σε τοπικά, περιφερειακά κανάλια διανομής, βασικά μικρότερων καταστημάτων.
Το τυποποιημένο μέλι που διατίθεται στα μεγάλα καταστήματα του λιανεμπορίου είναι, αντιθέτως, σχεδόν αποκλειστικά, καθαρά βιομηχανοποιημένο προϊόν μαζικής κατανάλωσης, με μικρότερη βαρύτητα να αποδίδεται από πλευράς Ισπανών αγοραστών στην ποιότητα αυτού και οι αγοραστικές αποφάσεις να λαμβάνονται με βασικό κριτήριο την τιμή.
Οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, με μεσαίου προς χαμηλότερου επιπέδου εισοδήματα αποτελούν την κύρια κατηγορία αγοραστών μελιού, κατά βάση τυποποιημένου, ωστόσο θεωρείται ότι υπάρχει χώρος για ποιοτικά μέλια και προϊόντα μελιού που διατίθενται σε μικρότερα ειδικά και τοπικά καταστήματα, ή και εξειδικευμένα τμήματα αλυσίδων σούπερ μάρκετ και υπεραγορών.
Οι προοπτικές του ελληνικού μελιού στην Ισπανία
Σύμφωνα με την έρευνα, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία του διμερούς εμπορίου, η Ελλάδα περισσότερο εισάγει μέλι από την Ισπανία, παρά εξάγει. Δεδομένων ωστόσο των κοινών μεσογειακών γευστικών προτιμήσεων και της περισσότερο ή λιγότερο κοινής μεσογειακής γαστρονομικής παράδοσης, αλλά και του γεγονότος των αυξημένων εισροών Ισπανών τουριστών στην Ελλάδα, οι οποίοι γνωρίζουν και εκτιμούν τον ελληνικό τρόπο διατροφής και τα υγιεινά του χαρακτηριστικά, θεωρείται ότι υφίσταται χώρος για ποιοτικά ελληνικά μέλια, διαθέτουν καλό συνδυασμό ποιότητας – τιμής, τα οποία μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των Ισπανών καταναλωτών.
Ιδιαίτερα, στόχος του ελληνικού κλάδου μελιού θα πρέπει να είναι, σύμφωνα με την έρευνα, η «κατάκτηση» ενός niche μεριδίου αγοράς στην Ισπανία, αστών καταναλωτών με μεσαίου προς ανώτερου επιπέδου διαθέσιμα εισοδήματα, με αντίληψη και ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την πληθώρα των υγιεινών ιδιοτήτων του ποιοτικού μελιού.
Η ύπαρξη εξάλλου σημαντικού αριθμού κατοίκων με καταγωγή από τη Λατινική Αμερική, συνιστά πρόσθετο παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει θετικά την προοπτική του ελληνικού μελιού στην εδώ αγορά, η οποία εξάλλου αποτελεί «πύλη εισόδου» για τις ισπανόφωνες αγορές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.
Ο σχεδιασμός μίας κατάλληλης στρατηγικής εισόδου στην αγορά, με καλό συνδυασμό ποιότητας-τιμής, αξιοποιώντας τόσο τα λιγοστά ελληνικά κανάλια, όσο και, κυρίως τα ντόπια κανάλια διανομής, με παράλληλη υλοποίηση μικρών στην αρχή και μεγαλύτερων αργότερα προωθητικών δράσεων στα καταστήματα, είναι παράγοντες που μπορούν να τοποθετήσουν το ελληνικό μέλι στην ισπανική αγορά.