Η πορεία του ελληνικού τουρισμού για το 2024 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτοβουλίες που αναληφθούν από την ίδια την χώρα στο πλαίσιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, αφού το διεθνές περιβάλλον είναι τέτοιο που δεν εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει ιδιαίτερα σημαντικά, αρνητικά ή θετικά.
Η παραπάνω διαπίστωση ανήκει στο ΙΝΣΕΤΕ με την δημοσιοποίηση έκθεσης που φέρει τον τίτλο «Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και στις χώρες προέλευσης των εισερχόμενων στην Ελλάδα τουριστών».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση, η πορεία του εισερχόμενου τουρισμού θα εξαρτηθεί και πάλι από τη διατήρηση και την περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτό είναι η στοχευμένη στρατηγική, την οποία ο ΣΕΤΕ έχει οριοθετήσει σε πέντε κεντρικούς πυλώνες, που περιλαμβάνουν: τις υποδομές, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, την αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών, την αγορά εργασίας και τη βιωσιμότητα.
Ένα επίσης από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης είναι ότι η πορεία του ΑΕΠ και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης στις κύριες αγορές του ελληνικού τουρισμού αναμένεται το 2024 να κυμανθεί στα ίδια επίπεδα με το 2023. Παράλληλα, οι τιμές των προϊόντων ενέργειας, το κόστος των μεταφορών και γενικά ο πληθωρισμός αναμένεται να ακολουθήσουν πτωτική πορεία, ενώ το ευρώ θα κυμανθεί σε ανταγωνιστικά επίπεδα σε σχέση με τα κυριότερα διεθνή νομίσματα.
Συνεπώς, σύμφωνα με την έκθεση, το 2024, η ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες στις κύριες αγορές του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα δεν αναμένεται να επηρεαστεί ουσιαστικά από το μακροοικονομικό περιβάλλον.
Ηλ. Κικίλιας: Αναγκαίες οι διαρθρωτικές κινήσεις
Με αφορμή τη δημοσίευση της έκθεσης, ο Ηλίας Κικίλιας, Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ δήλωσε σχετικά: «Οι οικονομικές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα στις κύριες χώρες προέλευσης των επισκεπτών μας έχουν άμεσο αντίκτυπο στην τουριστική ζήτηση. Η συνεχής παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και προοπτικών κρίνεται απαραίτητη για την έγκαιρη διάγνωση των αλλαγών και την πραγματοποίηση διορθωτικών κινήσεων. Ανταγωνιστικότητα, ανθεκτικότητα, προσαρμογή αποτελούν τις λέξεις-κλειδιά για να διατηρήσει ο ελληνικός τουρισμός την ισχυρή του θέση στην παγκόσμια τουριστική αγορά, εν μέσω ενός ασταθούς και ραγδαία μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος.».
Ως προς τις εξελίξεις και τις προοπτικές στις οικονομίες ορισμένων κύριων αγορών του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα, αναφέρονται συνοπτικά τα εξής:
Ζώνη του Ευρώ
Η Ελλάδα εισέπραξε από τον εισερχόμενο τουρισμό από τις χώρες της Ζώνης του Ευρώ περίπου 7,7 δισ. ευρώ το 2019 (44% του συνόλου). Οι εισπράξεις από τη Ζώνη του Ευρώ τους δέκα πρώτους μήνες του 2023 ανήλθαν σε 8,8 δισ. ευρώ αυξημένες κατά +17% σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2019, ενώ οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις από τα αεροδρόμια των χωρών της Ευρωζώνης για το σύνολο του 2023 παρουσίασαν αύξηση 13,7% σε σχέση με το 2019.
Το 2024, εκτιμάται αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,7% (ΔΝΤ: 1,2%), από 0,4% το 2023 (ΔΝΤ: 0,7%). Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί το 2024 κατά 0,3%, έναντι 0,2% το 2023.
- Γερμανία: Η Ελλάδα εισέπραξε από τον εισερχόμενο τουρισμό από τη Γερμανία περίπου 3 δισ. ευρώ το 2019 (16,7% του συνόλου). Οι εισπράξεις από τη Γερμανία τους δέκα πρώτους μήνες του 2023 ανήλθαν σε 2,9 δισ. ευρώ αυξημένες κατά +17% σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2019, ενώ οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις από τα αεροδρόμια της Γερμανίας για το σύνολο του 2023 παρουσίασαν αύξηση 8,5% σε σχέση με το 2019. Παρά την πολύ μεγάλη αναδιάρθρωση που πραγματοποιείται στην Γερμανία σε αντίξοη γεωπολιτική και οικονομική συγκυρία, αναμένεται οριακή ανάκαμψη του ΑΕΠ της κατά 0,1% το 2024 (ΔΝΤ: 0,9%), έναντι πτώσης -0,3% το 2023 (ΔΝΤ: -0,5%). Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να υποχωρήσει το 2024 κατά -0,3%, έναντι -1,1% το 2023.
- Γαλλία: Η Ελλάδα εισέπραξε από τον εισερχόμενο τουρισμό από τη Γαλλία περίπου 1,1 δισ. ευρώ το 2019 (6,2% του συνόλου). Οι εισπράξεις από τη Γαλλία τους δέκα πρώτους μήνες του 2023 ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ αυξημένες κατά +29% σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2019, ενώ οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις από τα αεροδρόμια της Γαλλίας για το σύνολο του 2023 παρουσίασαν αύξηση 20,5% σε σχέση με το 2019. Η αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ της Γαλλίας το 2024 ανέρχεται σε 0,8% (ΔΝΤ 1,3%) έναντι 0,6% το 2023 (ΔΝΤ: 1,3%). Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί το 2024 κατά 0,6%, έναντι 0,5% το 2023.
- Ιταλία: Η Ελλάδα εισέπραξε από τον εισερχόμενο τουρισμό από την Ιταλία περίπου 1,0 δισ. ευρώ το 2019 (5,6% του συνόλου). Οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις από τα αεροδρόμια της Ιταλίας για το σύνολο του 2023 παρουσίασαν αύξηση 16,0% σε σχέση με το 2019. Η αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ της Ιταλίας το 2024 ανέρχεται σε 0,8% (ΔΝΤ 0,7%) έναντι 0,5% το 2023 (ΔΝΤ: 0,7%). Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί το 2024 κατά 1,1%, έναντι 1,2% το 2023.
- Ηνωμένο Βασίλειο: Η Ελλάδα εισέπραξε από τον εισερχόμενο τουρισμό από το Ηνωμένο Βασίλειο περίπου 2,6 δισ. ευρώ το 2019 (14,5% του συνόλου). Οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο τους δέκα πρώτους μήνες του 2023 ανήλθαν σε 2,5 δισ. ευρώ αυξημένες κατά +32% σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2019, ενώ οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις από τα αεροδρόμια του Ηνωμένου Βασιλείου για το σύνολο του 2023 παρουσίασαν αύξηση 24,4% σε σχέση με το 2019. Μετά και την αναθεώρηση των στοιχείων του Ηνωμένου Βασιλείου, που έδειξαν ταχύτερη ανάκαμψη μετά την άρση των μέτρων κατά του COVID-19, για το 2024 αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 0,4% το 2024 (ΔΝΤ: 0,6%), από 0,5% το 2023 (ΔΝΤ: 0,5%). Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί το 2024 κατά 0,2%, έναντι 0,3% το 2023.
- ΗΠΑ: Η Ελλάδα εισέπραξε από τον εισερχόμενο τουρισμό από τις ΗΠΑ περίπου 1,2 δισ. ευρώ το 2019 (6,7% του συνόλου). Οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ τους δέκα πρώτους μήνες του 2023 ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ αυξημένες κατά +7% σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2019. Η αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ αναμένεται να περιοριστεί στο 0,8% το 2024 (ΔΝΤ: 1,5%) από 2.0% το 2023 (ΔΝΤ: 2,1%). Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί το 2024 κατά 1,5%, έναντι 2,0% το 2023.