Σεισμική δόνηση 6,1 βαθμών έπληξε σήμερα την ινδονησιακή επαρχία Παπούα, ακολουθούμενη από δεύτερη, ισχύος 5,8 βαθμών, μερικά λεπτά αργότερα, ανακοίνωσε το αμερικανικό ινστιτούτο γεωλογικών μελετών (USGS).
Οι δύο σεισμοί είχαν εστιακό βάθος 15 χιλιομέτρων και το επίκεντρο εντοπίστηκε περίπου 272 χιλιόμετρα από την πόλη Αμπεπούρα, κατά την ίδια πηγή.
Τρίτη σεισμική δόνηση, 5,9 βαθμών, σημειώθηκε αργότερα στην ίδια ζώνη, σε βάθος 32 μέτρων.
Δεν έχει αναφερθεί κανένα θύμα μέχρι στιγμής από τις αρχές, ούτε υπάρχουν πληροφορίες για σοβαρές υλικές ζημιές στις αρχές.
Δεν θεωρείται πως υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσει τσουνάμι, διαβεβαίωσε η ινδονησιακή υπηρεσία μετεωρολογίας, κλιματολογίας και γεωφυσικής (BKMG), που υπολόγισε ότι ο κύριος σεισμός είχε μέγεθος 6,0 βαθμών.
Το Ευρωμεσογειακό Σεισμολογικό Κέντρο (EMSC) εκτίμησε νωρίτερα πως επρόκειτο για δόνηση 6,2 βαθμών και ότι το εστιακό βάθος ήταν μόλις 10 χιλιόμετρα.
Ο επικεφαλής της BKMG, ο Νταριόνο, που όπως πολλοί Ινδονήσιοι χρησιμοποιεί μόνο ένα όνομα, διευκρίνισε πως οι σεισμοί έγιναν πολύ αισθητοί από τους κατοίκους της Σάρμι, πόλης με 11.000 κατοίκους σε μικρή απόσταση από το επίκεντρο, και της Μαμπεράμο, πόλης με 36.000 κατοίκους.
Η Ινδονησία βρίσκεται πάνω στον λεγομενο «δακτύλιο της φωτιάς» του Ειρηνικού Ωκεανού και πλήττεται συχνά από ισχυρές σεισμικές δονήσεις.
Τον Ιανουάριο του 2021, σεισμός 6,2 βαθμών έπληξε τη νήσο Κελέβη με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 100 άνθρωποι και χιλιάδες να μείνουν άστεγοι.
Το 2018, σεισμός 7,5 βαθμών και το τσουνάμι που προκάλεσε έπληξαν την πόλη Πάλου, επίσης στη νήσο Κελέβη, στοιχίζοντας τη ζωή σε πάνω από 2.200 ανθρώπους, ενώ άλλοι χίλιοι παραμένουν επισήμως αγνοούμενοι.
Την 26η Δεκεμβρίου 2004, σεισμός 9,1 βαθμών ακολουθούμενος από πολύ ισχυρό τσουνάμι στοίχισε τη ζωή σε συνολικά 220.000 ανθρώπους, εκ των οποίων 170.000 μόνο στην Ινδονησία.