Η «κρίση των Ιμίων», η σοβαρότερη κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία τριάντα χρόνια, αναβιώνει μέσα από τις προσωπικές μνήμες και τις άγνωστες, δραματικές στιγμές που βίωσαν οι σύζυγοι των τριών αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, του Χριστόδουλου Καραθανάση, του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού, οι οποίες αφηγήθηκαν τις συγκλονιστικές εμπειρίες τους στην Σοφία Παπαϊωάννου και την εκπομπή «365στιγμές», στο ΕΡΤNews.
«Το μόνο που είναι καλό είναι ότι οι Έλληνες θυμούνται ακόμη το γεγονός» τόνισε η Ειρήνη Ζωγραφάκη, τότε σύζυγος του Χρήστου Καραθανάση, η οποία εμφανίστηκε πεπεισμένη ότι το μοιραίο πλήρωμα του ελικοπτέρου Augusta Bell 212, το οποίο απογειώθηκε ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1996 από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» και στο οποίο επέβαινε και ο υποπλοίαρχος και τότε σύζυγός της, είχε πλήρη επίγνωση της επικινδυνότητας της αποστολής του, πραγματοποιώντας «αποστολή αυτοκτονίας». Παρότι η ίδια δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος της κρίσης που ξεκίνησε τα Χριστούγεννα του 1995, απαντώντας προς το σύζυγό της ότι «αυτή είναι η δουλειά σου και πρέπει να πας» την μοιραία νύχτα, εντούτοις θυμάται πως «ήταν κάποιος άλλος υπηρεσία και επειδή βούιζε το σταθερό του (σ.σ. άλλου) πήραν τον Χρήστο», για να πετάξει τελικά πάνω από τα Ίμια. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του αρχικελευστή, Έκτορα Γιαλοψού, ο οποίος «ήταν ήδη σε ταξίδι και δεν έπρεπε να ξαναπάει» κατά την τότε σύζυγό του, Λεμονιά Κότογλου. Το «μην πας, δεν του το ‘πα» σημειώνει για την μοιραία νύχτα η Ματίνα Αναγνωστοπούλου, τότε σύζυγος του υποπλοίαρχου, Παναγιώτη Βλαχάκου, η οποία ανακαλεί πάντα στην μνήμη της τη φράση του τότε πεθερού της: «ήταν ανάγκη να σκοτωθεί το παιδί το δικό μου για να γκριζαριστεί το Αιγαίο;».
Το χρονικό των γεγονότων
Νεαρές στην ηλικία και με τα γεγονότα να εξελίσσονται αλυσιδωτά, οι τρεις γυναίκες δεν είχαν προλάβει να εντρυφήσουν στην ένταση της κρίσης, όταν τα Χριστούγεννα του 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο Φιγκέν Ακάτ προσάραξε στα Ίμια, αρνούμενο την ελληνική βοήθεια, λέγοντας ότι βρίσκεται εντός τουρκικής περιοχής. Ακολουθεί ένας αόρατος διπλωματικός «πόλεμος» μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας μέχρι τις 20 Ιανουαρίου του 1996, οπότε η ελληνική πλευρά καθιστά γνωστές τις τουρκικές αιτιάσεις, δηλαδή την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στα Ίμια, με τον τότε Δήμαρχο Καλύμνου, Δημήτρη Διακομιχάλη και τρία ακόμη άτομα να αποβιβάζονται στις 25 του μήνα στη βραχονησίδα, υψώνοντας την ελληνική σημαία. Η έπαρση της ελληνικής σημαίας γίνεται το κατεξοχήν θέμα στον τουρκικό Τύπο και δυο μέρες μετά Τούρκοι δημοσιογράφοι καταφθάνουν με ελικόπτερο στα Ίμια, υψώνοντας την τουρκική σημαία. Την επομένη, στις 28 του μήνα περιπολικό του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού υποστέλλει την τουρκική σημαία και το ίδιο βράδυ βατραχάνθρωποι των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων αποβιβάζονται στη βραχονησίδα, προς φύλαξη της ελληνικής σημαίας.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες και ιστορικές και ο Χριστόδουλος Καραθανάσης που το έχει αντιληφθεί, αφού ζητά από τη σύζυγό του να πάρει μαζί του μόνο τη βιντεοκάμερά του, θεωρώντας ότι θα έχει ενδιαφέρον να καταγράψει αυτό που περίμενε ότι θα αντικρίσει.
Συνειδητοποιημένος πλήρως ως προς την αποστολή του, χαιρετώντας την οικογένειά του, «να προσέχετε την Ειρήνη και το παιδί» τους ζήτησε, αφήνοντας παράλληλα τη βέρα και το ρολόι του στους συναδέλφους του για τη σύζυγό του «γιατί δεν θα ξαναγυρίσω» όπως τους είπε, πριν το ελικόπτερο να απογειωθεί από τη φρεγάτα. «Μέσα του γνώριζε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του ταξίδι» σημειώνει η Λεμονιά Κότογλου, τότε σύζυγος του Έκτορα Γιαλοψού για τον τότε σύζυγό της, καθώς τα τελευταία του λόγια ήταν «να προσέχεις από εδώ και πέρα». «Γνώριζε που πήγαινε. Γνώριζε ότι ήταν πολύ κρίσιμη η κατάσταση», συμπληρώνει.
Το μοιραίο ελικόπτερο
«Δεν μας πήρε κανένας τηλέφωνο να μας το πει»
Την επόμενη ημέρα η σωρός του Χριστόδουλου Καραθανάση, η οποία εντοπίστηκε πρώτη, φτάνει στην Αθήνα και την παραλαμβάνει η σύζυγός του, Ειρήνη Ζωγραφάκη, στην οποία ειπώθηκε ότι «μέχρι εδώ είναι τα έξοδα του Ναυτικού, από εδώ και πέρα είναι δικά σας». Τις επόμενες ώρες η κρίση αποκλιμακώνεται και μεσολαβεί μια εβδομάδα μέχρι να εντοπιστούν τελικά οι σωροί του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού.
Η άκρως απόρρητη έκθεση
«Μας απαγόρευσε το ελληνικό κράτος να βάλουμε δικό μας ιατροδικαστή» επισημαίνει ακόμη η Ειρήνη Ζωγραφάκη, αν και «μέσα μου ξέρω τι έγινε» σχολιάζει η Λεμονιά Κότογλου. Μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, ο τότε Αρχηγός ΓΕΝ, Λεωνίδας Παληογιώργος καλεί τις τρεις συζύγους στο Πεντάγωνο και τις διαβεβαιώνει πως το ελικόπτερο «δεν το ρίξανε» και ότι «δεν υπήρχε πουθενά καμία σφαίρα». Για την Ματίνα Αναγνωστοπούλου, ωστόσο, «το ελικόπτερο δεν έπεσε ούτε με λάθος, ούτε με τον καιρό» όπως εκτιμά η ίδια. Στον αντίποδα, «θεωρώ ότι οι κομάντος φοβηθήκανε και το πυροβόλησαν» με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς να έχουν λάβει σχετική εντολή από την Τουρκία, σημειώνει. «Πιστεύω ότι είναι ένα θολό σημείο της ελληνικής ιστορίας» περιγράφει για εκείνες τις ώρες η Ειρήνη Ζωγραφάκη, καταλήγοντας για τους τρεις πεσόντες αξιωματικούς πως «πήγανε, πραγματικά ξέρανε ότι θα σκοτωθούν, είχαν τσαγανό και φοράγανε παντελόνια και οι τρεις τους» ως «ήρωες της νέας Ελλάδας».