Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν αποκτήσει σημαντική θέση στο καλάθι των Ελλήνων μέσα στην τελευταία τριετία των έντονων πληθωριστικών πιέσεων, η Eλλάδα ωστόσο παραμένει πολύ χαμηλά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως προς το μερίδιο που έχουν τα PL επί των συνολικών πωλήσεων.
Η στροφή των καταναλωτών προς τα προϊόντα που παράγονται από τις επιχειρήσεις για λογαριασμό των σούπερ μάρκετ, τα οποία αποτελούν συνήθως οικονομικότερες επιλογές έναντι των επωνύμων, είναι ένα φαινόμενο που, διεθνώς, παρατηρείται σταθερά κατά τις περιόδους οικονομικής ύφεσης. Στην Ελλάδα, η προηγούμενη «έκρηξη» της ιδιωτικής ετικέτας είχε καταγραφεί εν μέσω της οικονομικής κρίσης, φτάνοντας, τότε, στο υψηλότερο ποσοστό της το 2014.
Με τα δεδομένα στην αγορά εντελώς διαφορετικά σήμερα, το μερίδιό τους αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά για τη χωρά μας και διαμορφώνεται κοντά στο 25-27%. (26,8% σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana στο 7μηνο του έτους και 25% σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen για το 6μηνο).
Οι χώρες με τα υψηλότερα μερίδια
Το «χάσμα», ωστόσο, με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελβετία, η Ολλανδία, η Ισπανία, ακόμη και η Γερμανία που εμφανίζουν μερίδια άνω του 40%, παραμένει μεγάλο. Ενδεικτικό είναι ότι στο γράφημα που παραθέτει στην ανάλυσή της για τη χαρτογράφηση της αγορά της φέτας η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σχετικά με την αξία των πωλήσεων των ταχυκίνητων αγαθών PL για το 2023, η Ελλάδα με 23,9% βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Το μεγαλύτερο μερίδιο, με βάση τα στοιχεία της Statista, καταγράφεται στην Ελβετία με 51,8% και ακολουθεί η Ολλανδία με 44,9% και η Ισπανία με 44,4%.
Στα παραπάνω στοιχεία αποτυπώνεται ουσιαστικά το γεγονός ότι σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η αγορά προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αποτελεί μία παγιωμένη καταναλωτική συνήθεια πολλών ετών, σε αντίθεση με τη χώρα μας, όπου, τουλάχιστον έως τώρα, ήταν συγκυριακή και λόγω οικονομικών συνθήκων. Σε σχέση με το παρελθόν πάντως, φαίνεται ότι τα δεδομένα για τα PL στην ελληνική αγορά είναι πολύ διαφορετικά στην παρούσα φάση. Πέραν της οικονομικής εναλλακτικής την οποία προσφέρουν στους καταναλωτές -που αποτελεί άλλωστε και το βασικό κριτήριο στις αγορές τους- επιπλέον, χρόνο με τον χρόνο, μειώνεται και το ποσοστό όσων τα θεωρούν κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τα επώνυμα. Η εικόνα τους είναι σαφώς βελτιωμένη και όλο και περισσότεροι τα θεωρούν πλέον ως προϊόντα «value for money». Την ίδια στιγμή και από πλευράς των επιχειρήσεων, γίνονται περισσότερες κινήσεις για την ανάπτυξη της συγκεκριμένης κατηγορίας, με τη δημιουργία νέων κωδίκων σε πιο πολλά προϊόντα αλλά με την αναβάθμιση της ποιότητας και των συσκευασιών τους.
Σε κάθε περίπτωση, παρότι στο ελληνικό καλάθι συνεχίζουν να μπαίνουν σαφώς λιγότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, η εικόνα ως προς τη σύνθεση του, διαφέρει σε σχέση με μία τριετία νωρίτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελούν τα τρόφιμα. Μία κατηγορία στην οποία οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονταν τότε, περισσότερο απρόθυμοι να «εγκαταλείψουν» ένα επώνυμο προϊόν για ένα ιδιωτικής ετικέτας. Σήμερα, η κατηγορία των τροφίμων, στην οποία άλλωστε οι πληθωριστικές πιέσεις επιμένουν, είναι εκείνη που δίνει «ώθηση» στις συνολικές πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, εμφανίζοντας το μεγαλύτερο μερίδιο έναντι των άλλων κατηγοριών και αποτελώντας τη μοναδική που συνεχίζει φέτος ανοδικά.