Μας ξάφνιασε σαν πετάχτηκε ξάφνου μπροστά μας, εκεί γύρω στο μεσάνυχτο. Βεγγερίζαμε με αγαπημένα πρόσωπα στην αυλή στο χωριό, είχαμε πιαστεί σε ψιλή κουβέντα και δεν το λες ακριβώς ότι ήμασταν ήσυχοι – τι νοστιμάδα θα ‘χε, άλλωστε, μια θερινή συζήτηση μέσα στη μαύρη νύχτα αν δεν ήτανε ζωηρή, αλλά αυτή διόλου δεν ενοχλήθηκε από τα φώτα και τη βαβούρα. Πέρασε από μπρος μας σαν τη βιαστική κυρία, που ξεχάστηκε στον καθρέφτη να σιάζεται με τις ώρες και τώρα τρέχει να προλάβει το ραντεβού της.
Όλα γινήκανε γρήγορα. Στην αρχή ακούστηκε ένα βαρυπάτητο ποδοβολητό και μετά από δυο στιγμές ξεπρόβαλλε από τον γύρο της αυλής ένα μικρόσωμο ζωντανό, στο μέγεθος της γάτας, με μια φουντωτή ουρά και δυο παιχνιδιάρικα μάτια. Μας προσπέρασε τριποδίζοντας δίχως ν’ αλλάξει τέμπο κι εξαφανίστηκε στα σκοτάδια.
«Ζουρίδα!», αναφώνησε ο πρώτος που μπόρεσε να συνέλθει από το δικαιολογημένο ξάφνιασμα, μιας κι είναι ακριβοθώρητο ετούτο το αγρίμι της κρητικής υπαίθρου. Νυχτόβιο κι αθόρυβο, καταλαβαίνει κανείς το πέρασμά του μόνο σαν βρει καμιά όρνιθα να λείπει απ’ το κοτέτσι του ή φαγωμένους τους καρπούς στα δέντρα του. Παλιότερα κινδύνευε με εξαφάνιση καθότι το κυνηγούσαμε οι άνθρωποι για τη γούνα του, αλλά ευτυχώς τα τελευταία χρόνια βρήκαμε πιο εύκολους τρόπους πλουτισμού και το παρατήσαμε στην ησυχία του. Ούτε κι εγώ είχα ξαναδεί ζωντανή ζουρίδα· συνήθως θωρούσα τα κουφάρια τους στην άκρια του δρόμου, μιας κι ετούτο το είδος πετροκούναβου πέφτει συχνά θύμα τροχαίων.
Είναι συναρπαστική η επαφή με την άγρια ζωή· αλλιώς είναι να ξέρεις ότι κατορθώνουνε ακόμη κι επιβιώνουνε άγρια είδη μέσα στο παρανάλωμα του σύγχρονου πολιτισμού κι αλλιώς να τα θωρείς να διασχίζουν την αυλή σου. Ένα ατόφιο στιγμιότυπο της φύσης ήταν ετούτη η μουσαφίρισσα, μια νότα αισιοδοξίας πως η ζωή τα καταφέρνει εντέλει και προχωρά μπροστά, μια αγαλλίαση και μια ευφορία ότι δεν είμαστε μόνοι σ’ ετούτα εδώ τα χώματα, πως δεν κατορθώσαμε ακόμη να ξεκάνουμε εντελώς τις ράτσες και τα γεννήματά τους, παρ’ όλες τις απαράδεκτες κι αυτοκαταστροφικές προσπάθειές μας.
Λες και κατάλαβε τις σκέψεις μας και τη χαρά μας και μας έκανε τη χάρη μετά από λίγη ώρα να ξαναπεράσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τις επόμενες βραδιές δεν ξαναφάνηκε· θα βρήκε, φαίνεται, άλλους δρόμους, μακριά απ’ την οχλαγωγία μας, που έδιωχνε και τα θηράματά της. Άλλωστε σύντομα φύγαμε για την πολιτεία, οπότε ξαναβρήκε η ζουρίδα την απλοχωριά της κι εμείς τη στεναχώρια μας.
Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»