Ημέρες πανελλαδικών εξετάσεων αυτές που διανύουμε, ωστόσο, οι εξελίξεις στην Παιδεία με το νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ που ετοιμάζει η υπουργός Παιδείας κα Νίκη Κεραμέως, καθώς και τα γεγονότα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης θολώνουν το τοπίο και μετακινούν την εικόνα προς την ασφάλεια στους πανεπιστημιακούς χώρους, γεγονός που αποπροσανατολίζει τη συζήτηση. Το χειρότερο δε είναι, ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πέρα από τη σκληρή νεοσυντηρητική πολιτική της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, μας τρολάρουν κι από πάνω, αφού το θέμα της νεοελληνικής γλώσσας που «έπεσε» για τα Γενικά Λύκεια, αφορούσε στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας και της κατανόησης της έννοιας της παράδοσης, σε μια περίοδο που το επίσημο κράτος απαξιώνει τις κοινωνικές επιστήμες!
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια παιδεία στην Ελλάδα, από την πρωτοβάθμια έως και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το βασικό αίτιο είναι η χρηματοδότηση και το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, προσφέροντας στους κήνσορες του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης στη χώρα μας, τα περιβόητα επιχειρήματα περί μη σύνδεσης της γνώσης με την παραγωγή, περί «τεμπέληδων» δασκάλων και καθηγητών, περί βρωμιάς και ανομίας στις εκπαιδευτικές μονάδες. Έχουν όμως αναρωτηθεί όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας, πώς στέκεται όρθια η δημόσια εκπαίδευση μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, δύο χρόνια πανδημίας και μιας συνολικότερης κοινωνικής απαξίωσης για ό,τι εκπροσωπεί το δημόσιο, νοοτροπία που εδραιώθηκε στη χώρα μας τα τελευταία 25 χρόνια.
Θα συμφωνήσουμε ότι η κατάσταση δεν είναι η επιθυμητή και ότι οι εξωραϊσμοί δεν βοηθούν να πάμε παρακάτω. Αυτό που χρειάζεται άμεσα να γίνει είναι ένας διαρθρωτικός σχεδιασμός που θα ανατάξει την δημόσια εκπαίδευση αποδίδοντάς της το χαμένο της κύρος, ξεκινώντας από την ενίσχυση των διδασκόντων με επιπλέον προσωπικό αλλά και με αύξηση του μισθού τους. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα σύστημα αξιολόγησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, χωρίς συνδικαλιστικές εμμονές, με ρήτρα που δεν θα απολύονται άνθρωποι και με πρόβλεψη για την αξιοποίηση όσων δεν μπορούν, για λόγους γνωστικής επάρκειας ή παρουσίας τους στις τάξεις, να συνεχίσουν τη διδασκαλία, σε διοικητικές θέσεις, προς εξυπηρέτηση των γραφειοκρατικών αναγκών.
Καθιστώντας το δημόσιο σχολείο, τις μεταλυκειακές σπουδές και τα ΑΕΙ ελκυστικά και ανταγωνιστικά προς τα εκκολαπτόμενα και ιδεολογικά ή πρακτικά ευνοούμενα αμφιλεγόμενα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και σχεδιάζοντας αναλυτικά προγράμματα που θα προβλέπουν τόσο τη γενική παιδεία όσο και την επιλεγόμενη εξειδίκευση, τότε μόνον θα μπορούμε να μιλάμε για αλλαγή αντιλήψεων και προσαρμογή της εκπαίδευσης στις σύγχρονες ανάγκες. Για τον χειρώνακτα εργάτη μέχρι τον Έλληνα υπήκοο που έγινε καθηγητής στο Χάρβαρντ ή στην Οξφόρδη, η εκπαίδευση που θα έχουν λάβει οφείλει πρωτίστως να ανταποκρίνεται στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Γιατί μόνον έτσι θα σέβεται τον δημόσιο χώρο, θα είναι καλός στη δουλειά του και ταυτόχρονα ενεργός πολίτης. Τα υπόλοιπα, είναι προφάσεις εν αμαρτίαις, που δυστυχώς παιδεύουν τα παιδιά μας…