Η συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων κατά τη διάρκεια μιας οποιασδήποτε συζήτησης, συχνά αποδεικνύεται πολύ δύσκολη υπόθεση.
Κάτι που, πολλές φορές, άλλο λέμε κι άλλο εννοούμε.
Κάτι που αρεσκόμαστε ν’ ακούμε τον εαυτό μας κι όχι τον συνομιλητή μας, συμμετέχοντας σε παράλληλους μονόλογους.
Κάτι που, ενίοτε, ακούμε αυτό που θέλουμε ν’ ακούσουμε κι όχι αυτό που πραγματικά ειπώθηκε.
Κάτι που συνηθίζουμε ν’ απομονώνουμε φράσεις του συνομιλητή μας, εμμένοντας στο μέρος, χάνοντας το όλον και παραχαράσσοντας –εντέλει- το κεντρικό νόημα.
Κάτι που ο υπερτροφικός μας εγωισμός δε μας επιτρέπει να αποδεχτούμε μια πιο εύστοχη οπτική απ’ τη δική μας ή να παραδεχτούμε ενδεχόμενο σφάλμα μας.
Κάτι που μπαίνουμε στη συζήτηση με διάθεση μάχης και όχι σύνθεσης.
Κάτι που το κυρίαρχο πρότυπο που προβάλλεται στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζεται από ειρωνεία, φτηνή ατάκα, προσβολή και εξυπνάδα, παράγοντες ανασταλτικοί για να ξεκινήσει κανείς μια ουσιαστική συζήτηση.
Κάτι που ο φυσικός νόμος της αδράνειας, μας δυσκολεύει από μόνος του να μετακινηθούμε από τη θέση μας.
Κάτι που μια ειλικρινής και άμεση συζήτηση προϋποθέτει ευρύτητα νου και πνεύματος, θάρρος και τόλμη απέναντι στην έκθεση, σεβασμό και αναγνώριση προς τον συνομιλητή και υπέρβαση των στερεοτύπων μας· καταστάσεις, δηλαδή, και ιδιότητες που σπάνια συνυπάρχουν ταυτόχρονα.
Άλλωστε, συχνότατα δεν καταφέρνουμε να συνεννοηθούμε ούτε με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Πόσο, μάλλον, με τους υπόλοιπους.