Ξημέρωμα στο βουνό και το θερμόμετρο αναμένεται να χτυπήσει κόκκινο. Μπαίνω μες στο περβόλι αναζητώντας το γεύμα μου, πριν βράσει ολόγυρα ο τόπος. Ακόμα τα περβολικά μου κρατούνε τη δροσούλα της αυγής.
Μπερδεύουνε στα πόδια μου τ’ αγριόχορτα που ξεφυτρώνουνε ανάμεσα στα μποστανικά μου, σκαρφαλώνουν πάνω μου τ’ αγριομάμουνα και με φαγουρίζουν τα τσιμπήματά τους. Δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να ψεκάσω με ζιζανιοκτόνα και παρασιτοκτόνα. Νοθευμένα λαχανικά, δηλητηριασμένα από τα φυτοφάρμακα, έβρισκα πληθώρα και στην πόλη.
Σκύβω και κόβω τα ντοματάκια που κοκκίνισαν κι είναι έτοιμα να πέσουνε χάμω. Ανασηκώνω τα φύλλα της αγγουριάς ψάχνοντας για τους κρυμμένους θησαυρούς της. Τι κι αν σέρνεται κάτω στη γη, τα μεγάλα της φύλλα ξαμώνουνε περήφανα προς τον ήλιο και καλύπτουν μ’ επιμέλεια τον καρπό της από τους άρπαγες σαν και του λόγου μου.
Ξεπατώνω δυο φρέσκα κρεμμυδάκια απ’ την πρασά, ανόθευτα από βαρέα μέταλλα, και τρυγώ τις μυρωδάτες πιπεριές μου. Κόβω και κάμποσα κοτσάνια απ’ τη γλιστρίδα· ακάλεστη ξεφύτρωσε ετούτη και γέμισε τον τόπο, κανένας δεν την έσπειρε. Σαν επιβράβευση απ’ τη φύση, που κάποιος την τσάπισε, τη φύτεψε, την πότισε και τη σεβάστηκε κρατώντας την αγνή, μακριά από χημικά αναβολικά.
Τι κι αν το περβόλι μου φαντάζει άναρχο κι ακατάστατο, τι κι αν τα προϊόντα του δεν είναι γυαλιστερά κι ογκώδη και δε γεμίζουνε το μάτι. Μάλλον ο καταναλωτής της πολυεθνικής αλυσίδας δε θα καταδεχότανε ούτε να τα δοκιμάσει. Κι αν τυχόν τα έβλεπε στα ράφια, θα τα κακολογούσε και θα τ’ αποστρεφότανε.
Ασύγκριτη η γεύση τους, μοναδική. Αληθινή κι ατόφια. Δε θυμίζει σε τίποτα τη χάρτινη ψευδαίσθηση ντομάτας, την αμερικάνικου μεγέθους άγευστη πιπεριά και το αγγούρι – νερόπλυμα του σουπερμάρκετ.
Δε βλέπω την ώρα να τα τεμαχίσω και να τ’ ανακατέψω όλα μαζί μέσα σε μια πήλινη γαβάθα. Να τα περιλούσω με λαδάκι σπιτικό, από τις λιγοστές μου τις ελιές. Να τα πασπαλίσω με χοντρό αλάτι, μαζεμένο από τους αρολίθους της θάλασσας. Να πετάξω μέσα μια χούφτα αλατσοελιές, μαζεμένες μία μία από τα αιωνόβια ελαιόδεντρα των ορέων. Και να βουτήξω στο νέκταρ της σαλάτας μου ζεστό ψωμάκι, προζυμένιο. Ψωμί παλιακό, όχι σαν κι αυτά που φτιάχνονται με προψημένο ζυμάρι απ΄ την Κίνα.
Και να καθίσω με το πάσο μου στη ντάλα του μεσημεριού να τη γευθώ και να την απολαύσω τη σαλάτα μου. Να τη συνοδεύσω με αθότυρο ξερό απ’ το βουνό κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, δώρο το τελευταίο από κάποιον φίλο που φύτεψε αμπέλι για το σπίτι του και μου ‘δωσε κι εμένα ένα μπουκάλι.
Και να συζητήσω με τους συνδαιτυμόνες μου για τη μεγαλειώδη παραγωγή που έχουμε μπροστά μας, προϊόν ατόφιας φύσης κι ανθρώπινης γνώσης αιώνων, που δε θα την καταγράψει κανένας καλβινιστικός δείκτης παραγωγικότητας.
Αυτή η έκρηξη ανθρώπινης επαφής, συναισθημάτων, γευστικών εμπειριών, ιστορικής συνέχειας κι αρχέγονων καταβολών, αυτή η μοναδική κληρονομιά που κουβαλά η ταπεινή μας η σαλάτα, θα εξακολουθεί ν’ αγνοείται επιδεικτικά και να περιφρονείται ο πλούτος της από τους μονεταριστές του Σικάγου και τους αυτόκλητους αξιολογητές των διεθνών οίκων.
Θα μας θεωρούνε παρακατιανούς που αποθεώνουμε τη σαλάτα μας όλοι οι παραπάνω. Τεμπέληδες, ράθυμους, ανάξιους κι απαίδευτους θα μας χαρακτηρίσουνε. Τους καημένους – δεν ξέρουνε τι χάνουν.
Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»