Πριν από δύο εβδομάδες τη Δευτέρα 9 Μαΐου γιορτάζαμε, όπως κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία, τη Ημέρα της Ευρώπης, που συμπυκνώνει το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και την εκκίνηση του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος. Μια επέτειος που θα έπρεπε να μας υπενθυμίζει, παρά τις σημαντικές δυσάρεστες εξαιρέσεις, τα αγαθά που είχαμε τα τελευταία 70 περίπου χρόνια, , την Ειρήνη, την Ασφάλεια και το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου και Πρόνοιας. Συστατικά μιας προόδου, που δεν φαινόταν διόλου αυτονόητη μετά τον πιο αιματηρό πόλεμο στην παγκόσμια ιστορία που στοίχισε τη ζωή σε 50-85 εκατομμύρια ανθρώπους, αριθμός αδιανόητος για έναν κόσμο που το πιο προηγμένο τμήμα του είχε εμπνευστεί και προωθήσει τις αξίες του ανθρωπισμού.
Η μεταπολεμική κληρονομιά θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση και τον οδηγό σχετικά με τις κατευθύνσεις του σύγχρονου κόσμου. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1970, τα πρώτα σημάδια ρωγμών στο οικουμενικό δυτικού τύπου κοινωνικό συμβόλαιο είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Πετρελαϊκή και ενεργειακή κρίση τη δεκαετία του 1970, σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές τη δεκαετία του 1980 από το ηγετικό δίδυμο τους Ρόναλντ Ρέιγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο αντίστοιχα, οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, η οικονομική κρίση, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την άνοδο της ακροδεξιάς και σε κάποιες χώρες αποδοχή του «σταλινικού» παρελθόντος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έδειξαν ότι τα φαντάσματα της ιστορίας έχουν επιστρέψει για τα καλά.
Το ερώτημα, λοιπόν, που επανατίθεται, είναι τι κάνει η Ευρώπη και συγκεκριμένα τι κάνει η ΕΕ;
Αν το μοντέλο είναι η στάση απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς και μέρος της πολιτικής για την πανδημία, τότε τα πράγματα είναι πολύ σκούρα. Ξεκαθαρίζοντας ότι καταδικάζουμε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ότι η πολιτική του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έχει καμιά σχέση με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, παρά τις όποιες στρεβλώσεις τους, το ευρωπαϊκό ιερατείο, εμφανίζεται αδύναμο να αναλάβει πρωτοβουλίες, που θα βγάλουν την Ευρώπη μπροστά στις και από τις εξελίξεις. Η αγκίστρωση στην πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, θα δημιουργήσει εκ νέου σοβαρές δεσμεύσεις που υποθηκεύουν ένα πιο αυτόνομο μέλλον, ώστε η ΕΕ να είναι δυνητικά ένας σημαντικό παγκόσμιος παίκτης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να είναι ο βασικός σύμμαχος και συνομιλητής. Αλλά άλλο αυτό και διαφορετικό να σύρεται η ΕΕ και οι χώρες της από τις εξελίξεις.
Η πολιτική για το φυσικό αέριο, για την εμβάθυνση της πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης, η άρση της ενισχυμένης δημοσιονομικής εποπτείας, που αφορά στη χώρα μας, καθώς και η προοπτική επέκτασης των κοινωνικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στα καύσιμα και τα προϊόντα αποκτούν τον χαρακτήρα προαπαιτούμενων για να μπορέσει να προχωρήσει το εγχείρημα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ένα πρώτο δείγμα για το πού πηγαίνουμε θα αποτελέσει η επιλογή του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και διάδοχο του Κλάους Ρέγκλινκ, με βάση τις θέσεις των υποψηφίων απέναντι στη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και του ίδιου του ESM. Θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο αν πέρα από τις γνωστές συμμαχίες Βορρά-Νότου, υπάρξει μια πιο συνολική θεώρηση για τις κατευθυντήριες γραμμές, που ναι μεν δεν μπορούμε να αιθεροβατούμε για εξισωτισμούς, αλλά από την άλλη να κινούνται στην κατεύθυνση της εταιρικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης…
Η ώρα της Ευρώπης έφτασε, λοιπόν, και τα περιθώρια για στρεψοδικίες και αποπροσανατολισμούς έχουν πραγματικά στενέψει, αν θέλουμε το κοινό μας σπίτι να διασωθεί από τους εθνικούς εγωισμούς, τον ακροδεξιό λαϊκισμό και τον επιδιωκόμενο πατερναλισμό από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ας αναλογιστούμε επίσης ότι οι ΗΠΑ είναι οι πρώτες που εφαρμόζουν κρατικές παρεμβατικές πολιτικές για να αντιμετωπίζουν τις εκάστοτε κρίσεις που προκύπτουν εντός και εκτός των τειχών. Κάτι που δεν λέμε ακόμη να καταλάβουμε και αναλωνόμαστε σε ευρωπαϊκούς «διαξιφισμούς» με αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα…