Για τους δημοκρατικούς πολίτες της Ευρώπης και του κόσμου όλα πήγαν τελικά καλά στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, με τον Εμανουέλ Μακρόν να επικρατεί με 58,54% έναντι 41,46% που κατέγραψε η ακροδεξιά υποψήφια Μαρίν Λεπέν. Η νίκη είναι καθαρή και δεν αμφισβητείται καθ’ ουδένα τρόπο η πλειοψηφική βούληση των Γάλλων πολιτών.
Αυτό που θα πρέπει να σχολιαστεί, αλλά δεν αποτελεί επίδικο του συγκεκριμένου άρθρου είναι το ιστορικό υψηλό ποσοστό αποχής που έφτασε το 28,01%, ενώ αθροίζοντας τα λευκά και τα άκυρα, τελικά όσοι εκφράστηκαν υπέρ μια συγκεκριμένης υποψηφιότητας στον β’ γύρο έφθασαν μόλις το 65,80% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους ψηφοφόρους.
Οι εκλογές όμως σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που αποτελούν μαζί με τα Γερμανία τις ατμομηχανές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η αυξανόμενη γεωπολιτική της ισχύ δεν μπορούν παρά να επηρεάζουν και τη χώρα μας. Ένας λόγος παραπάνω, αφού πέρα από τους ιστορικούς δεσμούς, υπάρχει το τελευταίο διάστημα μια πιο επιμελής εκατέρωθεν προσέγγιση που έχει εκφραστεί κυρίως στο πεδίο των εξοπλισμών με την αγορά των φρεγατών «Belharra» και των μαχητικών αεροσκαφών «Rafale».
Ταυτόχρονα οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες του Προέδρου Μακρόν στο ζήτημα της ρωσικής εισβολής και του πολέμου στην Ουκρανία, επιδοκιμάζονται στη χώρα μας, περισσότερο και από τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης.
Η νίκη όμως Μακρόν αλλά και συνολικά τα αποτελέσματα του πρώτου και τους δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών αναδεικνύουν συμβολισμούς και προοπτικές που αφορούν και στην Ελλάδα. Πρώτη και σημαντικότερη, η επικράτηση απέναντι στον λαϊκισμό και στην ακροδεξιά.
Δεύτερον, η κοινωνική στροφή Μακρόν στην ενδιάμεση περίοδο των δύο γύρων των γαλλικών προεδρικών προε4δρικών εκλογών, αν συνεχιστεί και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, μπορούν αποτελέσει ένα καλό παράδειγμα επιστροφής σε περισσότερο κοινωνικές-παρεμβατικές πολιτικές που μόνο οι πολίτες των ΗΠΑ απολαμβάνουν αυτή τη στιγμή με την πολιτική Μπάιντεν.
Τρίτον, η ενίσχυση της πολιτικής Ευρώπης -παρόλο που ο καγκελάριος Σολτς δεν έχει βρει ακόμη βηματισμό και πιέζεται από το ενεργειακό, μπορεί να είναι ο ιδανικός παρτνέρ- ως ενδιάμεσου ισχυρού παίκτη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ανατολή όπως αυτή εκπροσωπείται από τη Ρωσία, που, ακόμη και αν τελικά κερδίσει στα πεδία των μαχών, μόνο χαμένη θα βγει από τον πόλεμο και από τον γίγαντα που λέγεται Κίνα.
Τέλος και εξίσου σημαντικό, αποτελεί το δίδαγμα για την ανάγκη και στη χώρα μας ενός κατ’ αρχήν διαλόγου και ακόμη και σύμπλευσης των αριστερών και κεντροαριστερών δυνάμεων ως πολιτικό διακύβευμα απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ως ανάχωμα στην ακροδεξιά που δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη ούτε στη Γαλλία -επίκεινται οι βουλευτικές εκλογές- ούτε φυσικά και στην Ελλάδα που οι εκπρόσωποί της βρίσκονται με «το όπλο παρά πόδα»…