Η τουρκική προκλητικότητα συνεχίζεται με την κλιμάκωση διαφόρων απαράδεκτων ενεργειών, σε μια προσπάθεια να προωθηθούν τουρκικά γεωπολιτικά συμφέροντα μέσω του μεταναστευτικού ζητήματος και τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων σε θέματα ενέργειας σε βάρος της Ελλάδας και άλλων χωρών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κλιμάκωση των προκλήσεων της Τουρκίας και η πρόθεσή της να δημιουργήσει ανύπαρκτα δικαιώματα με παράνομες ανακοινώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, εύλογα προκαλούν την ανησυχία της Ελλάδας ενώ η Ευρωπαϊκή και η Διεθνής κοινή γνώμη δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν το θέμα με τη δέουσα σοβαρότητα και αυστηρότητα.
Ο Ερντογάν συμπεριφέρεται ως «εμπρηστής» στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καταπατώντας δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου για την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου, φτάνοντας στο σημείο να οριοθετήσει θαλάσσια ζώνη με τη Λιβύη, σαν να μην υπάρχουν η Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Είναι φανερό ότι ο Ερντογάν που αμφισβητεί διαρκώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, καθώς επίσης τη συμφωνία Ελλάδας – Κύπρου στον ενεργειακό τομέα, έχει ενοχληθεί από τη συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου , του Ισραήλ και της Γαλλίας.
Πέραν αυτών η Τουρκία προχώρησε σε συμφωνία για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με τη Λιβύη με την οποία διατηρεί συμμαχική σχέση, με απώτερο σκοπό την οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ των δυο χωρών.
Ουσιαστικά η διατυπωθείσα τουρκική διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας νότια της Κρήτης, περιλαμβάνεται στον τουρκικό σχεδιασμό ενοποίησης των τουρκικών παραλίων με τη Λιβύη, καταπατώντας την υφιστάμενη Ελληνική θαλάσσια ζώνη που προκύπτει σύμφωνα με το Δίκαιο της θάλασσας μεταξύ Κρήτης και Δωδεκανήσου στην περιοχή.
Το γεγονός μπορεί να εμφανίζει ότι η Τουρκία αποκτά διέξοδο στη Μεσόγειο θάλασσα, αλλά δεν αποκλείει το δικαίωμα της Ελλάδας να ανακηρύξει τη δική της ΑΟΖ στην Κρήτη ακυρώνοντας εκ προοιμίου τις τουρκικές προθέσεις. Ουσιαστικά η στάση της Τουρκίας αποβλέπει στη συρρίκνωση της κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου, με μια πολιτική έκδηλου επεκτατισμού που κινείται χωρίς όρια, χωρίς τον φόβο των διεθνοπολιτικών κατασταλτικών κυρώσεων.
Το παράδειγμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 με την αστεία δικαιολογία προστασίας του τουρκικού πληθυσμού, με την ανοχή των Αμερικανών και τη διεθνή αμήχανη απραξία , όπου η Τουρκία δεν υπέστη κανένα κόστος για τη διεθνή παρανομία απόβασης και κατοχής της Βόρειας Κύπρου, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Το απόσπασμα από συνέντευξη του Ερντογάν στην κρατική τουρκική τηλεόραση ότι η επέμβασή της στη Συρία έγινε γιατί η ζώνη ασφαλείας που δημιουργήθηκε είναι ερημική περιοχή πιο κατάλληλη για τους Άραβες και δεν ταιριάζει στον τρόπο της ζωής των Κούρδων…
Κανονικά τέτοια αδιάντροπη ειρωνεία από ένα θύτη προς τα θύματά του θα έπρεπε να έχει εξαγριώσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Ωστόσο ο Τράμπ σχεδόν συνεχάρη την Τουρκία για την … εξομάλυνση που προσέφερε με την εισβολή της στη Συρία και η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι η Τουρκία είναι «δύσκολος» αλλά απαραίτητος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.
Με όλα αυτά τα ιστορικά δεδομένα που προκύπτουν είναι βέβαιο ότι η τουρκική προκλητικότητα θα συνεχιστεί και στο, τέλος όλα αυτά που συνεχώς ανακοινώνει η Τουρκία, θα επιχειρήσει να τα κάνει πράξη.
Δεν αρκεί μόνο η κινητοποίηση της Ελλάδας και η επαγρύπνηση όπως συνήθως αναφερόμαστε σε παρόμοιες καταστάσεις. Η Ελλάδα οφείλει να ανασυντάξει τις δυνάμεις της για να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί την θαλάσσια επικράτειά της με όλα τα μέσα που διαθέτει.
Ελλάδα και Κύπρος δεν πρέπει να παραμείνουν άπραγες αλλά να προβάλλουν μόνες και μετά συμμάχων την απαιτούμενη αντίσταση, γι9α να αποτρέψουν τις τουρκικές κινήσεις δημιουργίας τετελεσμένων στην περιοχή.
Δεν είναι στις προθέσεις μας αλλά η επαλήθευση σεναρίων για την πρόκληση θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδα και Τουρκίας στο Αιγαίο θεωρείται πιθανότερο όσο ποτέ άλλοτε.
Η δυνατότητα ειλικρινούς διαλόγου με μια χώρα που εμπράκτως διεκδικεί ελληνική κυριαρχία έχει εξαντληθεί και η αναζήτησή της παραπέμπει σε φοβικά σύνδρομα που μπορεί να ονομάζονται ψυχραιμία ή αυτοσυγκράτηση, αλλά στο τέλος κινδυνεύουν να επιτύχουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.