Η μάχη κατά της φοροδιαφυγής έχει εξαγγελθεί πάρα πολλές φορές από όλες τις κυβερνήσεις που πέρασαν στην περίοδο της μεταπολίτευσης στη χώρα.
Αποτελούσε πάντοτε βασική προεκλογική των «δέσμευση» όμως τις περισσότερες φορές ούτε που ξεκίνησε και τελικά η προεξαγγελθείσα μάχη εύρισκε νικητές τους φοροδιαφυγάδες και φυσικά ηττημένους αυτούς που δηλώνουν κανονικά τα εισοδήματα τους Έλληνες πολίτες.
Μέχρι της αρχές της δεκαετίας του ‘’90 οι περισσότεροι επαγγελματίες δεν εξέδιδαν καμία απόδειξη και πάρα πολλά μικρά μαγαζιά δεν διέθεταν ούτε καν ταμειακή μηχανή.
Από την εποχή της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην προσπάθεια να μπει μια τάξη στα οικονομικά της χώρας, με την γνωστή καμπάνια του υπουργείου Οικονομικών και το σύνθημα «Αγαπάς την Ελλάδα, Απόδειξη» παραμένει ακόμη επίκαιρο .
Είναι βέβαιο ότι όλοι οι Έλληνες αγαπάνε την Ελλάδα, αλλά όπως αποδεικνύεται στην πράξη διαχρονικά οι φοροφυγάδες αγαπάνε περισσότερο την τσέπη τους.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να μην είμαστε κατηγορηματικοί κυρίως αφοριστικοί για τους ελεύθερους επαγγελματίες, γιατί αν μπορούσαμε ούτε εμείς οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα δηλώναμε όλα τα εισοδήματα μας στην εφορία.
Με όλα τα παραπάνω και άλλα πολλά που θα μπορούσαμε να πούμε αλλά δεν χρειάζονται περισσότερα, έχουμε φθάσει στο έτος 2023 κι έτσι όσοι δεν μπορούν να κρύψουν έσοδα πληρώνουν φόρους, οι δε υπόλοιποί εξακολουθούν να μην πληρώνουν σχεδόν τίποτα.
Αρκετές ειδήσεις που αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών έβγαλε το τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί με αφορμή το θέμα για την πάταξη της φοροδιαφυγής, έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση υπολογίζει με το νέο νόμο φορολόγησης των επαγγελματιών θα προκύψουν έσοδα ετησίως στον προϋπολογισμό «600.000.000» ευρώ, τα οποία οφείλει να επιστρέψει στην κοινωνία.
Η σημαντικότερη είδηση από την εισήγηση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη αφορούσε το νέο σύστημα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, το οποίο χαρακτήρισε ως «μια τολμηρή παρέμβαση κοινωνικής δικαιοσύνης και ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων».
Χαρακτήρισε αντικοινωνική στάση την φοροδιαφυγή ο πρωθυπουργός και δήλωσε ότι τα έσοδα που θα προκύψουν από τη δήλωση των εισοδημάτων θα προσφέρουν «καλύτερες υπηρεσίες στην παιδεία, στην υγεία, στην ασφάλεια και την άμυνα της χώρας».
Τα στοιχεία για το ύψος της φοροδιαφυγής στη χώρα που ανακοίνωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είναι συγκλονιστικά.
Είπε μεταξύ των άλλων ότι το 70% των φορολογούμενων που δηλώνουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα υπολογίζεται ότι ανήκει σε κλιμάκιο εισοδήματος κάτω των 10.000 ευρώ ετησίως.
Σχεδόν έξι στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα δηλώνουν ετήσια εισοδήματα χαμηλότερα κάτω των 10.000 ευρώ και το 37% των φυσικών προσώπων εμφανίζει εισοδήματα στα όρια της φτώχειας μέχρι 5000 ευρώ.
Όπως δείχνουν τα πράγματα η κυβέρνηση αποφάσισε να αναλάβει δράση προκειμένου να περιοριστεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
Ωστόσο κάθε βήμα που γίνεται σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει περιθώρια για μειώσεις φόρων εκεί που απαιτείται, κυρίως για την ενίσχυση των πολιτικών χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους.
Δυστυχώς η προσπάθεια κατά της φοροδιαφυγής που αναλαμβάνει η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη συναντά για μια ακόμη φορά την αντίδραση της αντιπολίτευσης, που χαρακτηρίζει τον νόμο λειτουργίας στο νέο σύστημα φορολόγησης ως φοροεπιδρομή κατά των Ελλήνων φορολογούμενων πολιτών.
Γι’ αυτό επιβάλλεται η κυβέρνηση να επιδείξει την δέουσα προσοχή ώστε η νέα αυτή μάχη κατά της φοροδιαφυγής να τύχει ιδιαίτερης φροντίδας, με ενημέρωση, πειθώ και αποφασιστικότητα να επιχειρήσει αποτελεσματικά, για να κερδίσει την προσδοκώμενη αποδοχή εκ μέρους της κοινωνίας.
Η αλλαγή νοοτροπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα.
Όλη αυτή η προσπάθεια δεν προσφέρεται ούτε για κυβερνητικούς πανηγυρισμούς, ούτε για στείρα λαϊκίστικη αντιπολίτευση.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η κατάσταση της φορολογικής μπαχαλοποίησης που επικρατεί στη Ελλάδα δεν πρέπει να συνεχιστεί.
Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει τέλος στο φαινόμενο ενεργοποιώντας όλα τα συστήματα αντικειμενικών φορολογικών κριτηρίων αγνοώντας το υποτιθέμενο πολιτικό κόστος και καθιστώντας ξεκάθαρα στους πολίτες ότι η δίκαιη απόδοση φορολογικών στοιχείων είναι εθνική υποχρέωση και πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης.