Του Βασίλη Σκουντή
Ουφ!
Ουφ και ξανά ουφ και πολλά ουφ για να αποδειχθεί στο πραγματικό μέγεθος του το πόσο ανακουφιστική και λυτρωτική υπήρξε η πρόκριση της Εθνικής ομάδας μπάσκετ στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μας κατέτρυχαν οι δαίμονες από το 2008 και εντεύθεν, γνωρίσαμε τρεις διαδοχικούς αποκλεισμούς και να που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να τους ξορκίσουμε και να σουλατσάρουμε και πάλι εντός και επί τα αυτά των πέντε ολυμπιακών κύκλων.
Πριν από 16 χρόνια η ελληνική ομάδα είχε εκδώσει το εισιτήριο της με προορισμό το Πεκίνο στο ΟΑΚΑ, τώρα το σφράγισε στο ΣΕΦ και αφού εκπλήρωσε τα ποθημένα και τα απωθημένα της και συγχωρέθηκαν τα… πεθαμένα της (SIC), επιφυλάσσεται δια τα περαιτέρω από τις 27 Ιουλίου έως τις 10 Αυγούστου, πρώτα στη Λιλ και ύστερα στο Παρίσι.
Την άξιζε αυτή την πρόκριση η «Επίσημη Αγαπημένη», όπως αποκαλείται από το Έπος του EuroBasket του 1987 και εντεύθεν, αν και τα τελευταία 15 χρόνια υπομένει το μαρτύριο του Σίσυφου και του Τάνταλου!
Την άξιζε όχι λόγω ιστορίας και δήθεν επετηρίδας ή επειδή της το χρωστούσε ο Θεός, αλλά για πολύ πιο… πεζούς λόγους: ήταν και το απέδειξε και στους τέσσερις αγώνες (Δομινικανή Δημοκρατία, Αίγυπτος, Σλοβενία, Κροατία) η καλύτερη ομάδα σε αυτό το Προολυμπιακό Τουρνουά, συνδύασε την αμυντική θωράκιση με την επιθετική παραγωγικότητα, είχε ξεκάθαρες ιδέες στο παιχνίδι της, διέθετε πλουραλισμό και παρουσίασε ολοκληρωτικό, κυριαρχικό και καταιγιστικό μπάσκετ.
Τι άλλο να ζητήσει κανείς σε αυτή τη… fast track διαδικασία τόσο στην προετοιμασία της, όσο και στη διάρκεια του Τουρνουά;
Καλώς καμωμένα είναι όλα αυτά και προσεχώς μπορούν να γίνουν καλύτερα, από τη στιγμή που προφανώς η πρόκριση δεν εξαντλεί τις δυνατότητες, τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες της Εθνικής.
Αυτό βεβαίως είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο, καθόσον το επίπεδο ενός Ολυμπιακού Τουρνουά (στον πρώτο γύρο του οποίου η Εθνική θα αντιμετωπίσει την τον Καναδά, την Ισπανία και την Αυστραλία) είναι διαφορετικό και πάντως πιο ζόρικο και απαιτητικό σε σχέση με εκείνο των αγώνων στο Νέο Φάληρο.
Στην παρθενική παρουσία του στον πάγκο της Εθνικής ο Βασίλης Σπανούλης εμπότισε τους παίκτες με τη νοοτροπία και το πνεύμα του νικητή από το οποίο εμφορείται ο ίδιος, μοίρασε σωστά τους ρόλους, εφάρμοσε διάφορα τρικ (όπως το ταίριασμα του Νικ Καλάθη με τον Τόμας Γουόκαπ στο αρχικό σχήμα), εμφύσησε την κατάλληλη αγωνιστική προσέγγιση και στο τέλος της ημέρας δικαιώθηκε για τις επιλογές του, όπως δικαιώθηκαν και όσοι πίστευαν και επέμεναν ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά.
Πέρα από την πρόκριση με τέσσερις νίκες και εξαιρετικές εμφανίσεις, ο προπονητής της Εθνικής πιστώνεται επίσης και την διαχείριση του Γιάννη Αντετοκούνμπο ο οποίος προσαρμόσθηκε σε ένα διαφορετικό στιλ, πιο ευρωπαϊκό σε σχέση με τη ρουτίνα του στο ΝΒΑ.
Ενδεχομένως συνέβαλε σε αυτή την κατά το μάλλον ή ήττον μετάλλαξη του το γεγονός ότι προερχόταν από τραυματισμό και τρίμηνη απραξία, ενώ ταυτόχρονα τελούσε σε ένα καθεστώς περιορισμένου χρόνου συμμετοχής, αλλά ασφαλώς το γεγονός ότι είχε λιγότερο την μπάλα στα χέρια του και στόχευε από συγκεκριμένες θέσεις και με σουτ από τα 4-5 μέτρα εκτός των ευκαιριών στον αιφνιδιασμό απελευθέρωσε όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της ομάδας.
Κοινώς στην παρούσα φάση ο σούπερ σταρ των Μπακς δεν χρειαζόταν να εμφανισθεί ως Superman, μπορούσε να ηγηθεί και να αξιοποιήσει τα ταλέντα του και με μια πιο… γήινη εμφάνιση, όπως γήινο και ανθρώπινο υπήρξε και το βαλάντωμα του στο κλάμα τόσο στον αγωνιστικό χώρο, όσο και στα αποδυτήρια.
Αυτά είναι τα καλά νέα της υπόθεσης, αλλά υπάρχουν και τα κακά…
Με το που οριστικοποιήθηκε η πρόκριση της Εθνικής, τέθηκε ακαριαία σε δημόσια διαβούλευση το θέμα του σημαιοφόρου της ελληνικής αποστολής στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, στο Παρίσι και άρχισε ο κακός χαμός!
Το ενδεχόμενο να κρατήσει τη σημαία και να εμφανισθεί πρώτος απ’ όλους τους αθλητές που θα παρελάσουν ο «Greek Freak» άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και ρίχτηκε μπόλικο νερό στον μύλο της αντιπαράθεσης.
Γιατί αυτός και όχι ο τάδε, γιατί ο δείνα και όχι ο Γιάννης και δεν συμμαζεύεται!
Αυτή είναι όμως η Ελλάδα, αυτοί είμαστε: η χώρα και ο λαός της υπερβολής, της ενοχής στη… χαρά, των τιμητών των πάντων, της υπερβολής, του άκριτου σιχτιρίσματος, του ανέξοδου ξεκατινιάσματος και της ευκολίας με την οποία από ευαίσθητοι γινόμαστε αναίσθητοι και τούμπαλιν.
Με τσ’ υγείες μας!