Επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπερφορολογούνται. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η έκθεση της Κομισιόν, επισημαίνοντας ότι η υψηλή φορολογία στην Ελλάδα αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Ταυτόχρονα, σημειώνει ότι το φορολογικό σύστημα επιβαρύνει σημαντικά τους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα και τις οικογένειες με παιδιά.
Το οξύμωρο, πάντως, είναι ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις και οι πολιτικές που οδήγησαν στη μείωση των αυτοαπασχολουμένων έγιναν σε συνεννόηση με τους θεσμούς. Επί της ουσίας, όλες οι αποφάσεις που οδήγησαν στη μείωση των εισοδημάτων και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων είχαν την έγκριση των δανειστών της χώρας.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση τονίζεται ότι το φορολογικό σύστημα επιβαρύνει σημαντικά τις επιχειρήσεις, τα άτομα με χαμηλό εισόδημα και τα νοικοκυριά με παιδιά, υπονομεύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Τα παραπάνω ζητήματα, σε συνδυασμό με τα πρόσθετα βάρη που σηκώνουν οι Ελληνες για την αγορά συμπληρωματικών υπηρεσιών σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία κ.ά.), επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση των νοικοκυριών.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις αναφέρεται ότι, εκτός από την υψηλή φορολογική επιβάρυνση, και η μεγάλη γραφειοκρατία αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Μάλιστα, η Κομισιόν επικαλείται και πρόσφατη έκθεση της Pricewaterhouse Coopers σχετικά με τον χρόνο που δαπανούν οι επιχειρήσεις για να διεκπεραιώσουν τις υποχρεώσεις τους στην εφορία, όπου οι ελληνικές εταιρείες φαίνεται ότι χρειάζονται τουλάχιστον διπλάσιες ώρες σε σχέση με εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Σημειώνεται δε ότι, εκτός από τον υψηλό φορολογικό συντελεστή (29%), όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι που δραστηριοποιούνται για περισσότερα από πέντε χρόνια οφείλουν να καταβάλλουν σταθερή ετήσια εισφορά (τέλος επιτηδεύματος) ύψους 650 ευρώ (στα 1.000 ευρώ ανέρχεται για τις επιχειρήσεις), ανεξάρτητα από τα κέρδη ή τις ζημίες που έχουν, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνονται από ένα σχετικά υψηλό και πολύπλοκο τέλος χαρτοσήμου (έως 3,6% στην αξία αγορών).
Η μέση φορολογική επιβάρυνση για την εργασία στην Ελλάδα είναι επίσης υψηλή. Το 2016, η Ελλάδα είχε έμμεσο φορολογικό συντελεστή για την εργασία ο οποίος έφθανε στο 41%, σε σύγκριση με τον μέσον όρο της Ε.Ε., ο οποίος ήταν στο 36%. Η αύξηση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών επηρέασαν και τους αυτοαπασχολουμένους. Μάλιστα, τα δηλωθέντα έσοδα από την αυτοαπασχόληση μειώθηκαν κατά 27% μεταξύ 2015 και 2017, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων μειώθηκε κατά 14% την ίδια περίοδο.
Απώλειες ΦΠΑ
Παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες μείωσης της φοροδιαφυγής, η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ παραμένει σημαντική, υποστηρίζουν οι Ευρωπαίοι. Το χάσμα μεταξύ των προσδοκώμενων και των πραγματικών εσόδων από τον ΦΠΑ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ε.Ε. με βάση τα δεδομένα του 2016 και, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ε.Ε., δεν μειώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Συγκεκριμένα, τα διαφυγόντα έσοδα από τον ΦΠΑ ανήλθαν το 2016 στη χώρα μας στα 5,9 δισ. ευρώ (παρά την ευρύτερη χρήση του «πλαστικού χρήματος» που επέβαλαν τα capital controls), από 5,35 δισ. που ήταν το 2015 και 4,6 δισ ευρώ το 2014. Το ίδιο διάστημα στα κράτη-μέλη της Ενωσης τα διαφυγόντα έσοδα μειώθηκαν κατά 10,5 δισ. ευρώ, φθάνοντας τα 147,1 δισ. ευρώ το 2016, σημειώνοντας πτώση κατά 12,3% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Πηγή: kathimerini.gr