Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η τραγωδία των Τεμπών, εκτός όλων των άλλων, έχει αναδείξει στην ελληνική “σοσιαλμιντιακή” συζήτηση ένα ξεχωριστό είδος παλιανθρωπιάς.
Ασφαλώς τίποτα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πια, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έτσι κι αλλιώς αποτελούν πεδίο άσκησης κακίας, χυδαιότητας και ασχήμιας για χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους.
Πλην όμως νιώθω ότι πρέπει να είσαι κάτι ακόμα χειρότερο από τον συνήθη χυδαίο ανθρωπότυπο των social για να μπαίνεις κάτω από τις αναρτήσεις ενός πατέρα που έχει χάσει δυο παιδιά και να τον κατηγορείς ότι τα έχει “πιάσει”.
Να κάθεσαι στον καναπέ σου δηλαδή, να μην μπορείς να διανοηθείς καν τι έχει περάσει αυτός ο πατέρας και τι περνάει καθημερινά και επειδή απλώς διαφωνεί με το δικό σου αφήγημα, να εκτοξεύεις παντελώς ανυπόστατες κατηγορίες, να ξερνάς ελαφρά τη καρδιά την απύθμενη χυδαιότητά σου!
Όσοι το κάνουν στον Νίκο Πλακιά, όσοι το κάνουν στην Μαρία Καρυστιανού, είναι απάνθρωποι και ξεφτιλισμένοι και θα έπρεπε να ντρέπονται – αλλά βέβαια όχι μόνο δεν ντρέπονται μα, βαθιά δηλητηριασμένοι από τον φανατισμό τους, μάλλον υπερηφανεύονται κιόλας.
Γιατί ασχολούμαστε μαζί τους θα μου πείτε;
Κυρίως επειδή, αυτός ο διχασμός που έχει προκύψει, ανάμεσα στους “οπαδούς” των συγγενών των θυμάτων (ναι, προφανώς υπάρχουν οπαδοί) δείχνει πόσο λάθος έχει πάει όλο το πράγμα.
Οι απρόσμενες και αδιανόητες εξελίξεις με το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, το οποίο έχει αποδυναμωθεί πλήρως, παρότι αναφέρει ορισμένα πολύ σοβαρά πράγματα, έρχονται απλώς να προστεθούν στην γενικότερη “θολούρα” των τελευταίων εβδομάδων, όπου και το δέντρο και το δάσος έχουν χαθεί εντελώς.
Κάποια στιγμή προσπαθήσαμε να το πούμε αλλά έπεσε περίπου στο κενό: το φορτίο , νόμιμο ή παράνομο της εμπορικής αμαξοστοιχίας και η πυρόσφαιρα, έπονται όχι μόνο χρονικά μα και ουσιαστικά του αρχικού δυστυχήματος. Κακώς εξελίχθηκαν σε βασικό θέμα της δημόσιας συζήτησης.
Διότι καθώς το μπέρδεμα μεγαλώνει, εμπειρογνώμονες αλληλοδιαψεύδονται και ξεκατινιάζονται, οι θεωρίες διαδέχονται η μία την άλλη και ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ μοιάζει πια με παντελώς αναξιόπιστο οργανισμό , κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι δύο τρένα πήγαιναν επί δεκαπέντε λεπτά το ένα πάνω στο άλλο. Επί δεκαπέντε λεπτά!
Η συζήτηση έπρεπε να παραμείνει επικεντρωμένη στη σύμβαση 717, στην ανύπαρκτη τηλεδιοίκηση, στις διαβεβαιώσεις Καραμανλή στη βουλή ότι τα τρένα είναι ασφαλή, στον εγκληματικά ανίκανο σταθμάρχη και τον βυσματικό διορισμό του, στην προβληματική ιδιωτικοποίηση και στην ουσιαστική εγκατάλειψη του ελληνικού σιδηροδρόμου.
Και επίσης στο όσα έχουν γίνει ή δεν έχουν γίνει μετά το δυστύχημα για μην επαναληφθεί.
Και όχι σε πράγματα που δεν γνωρίζουμε και δεν καταλαβαίνουμε, μας φανατίζουν και μας βυθίζουν όλο και βαθύτερα στη λάσπη – μετά από τη σπάνια στιγμή ομοψυχίας στα συλλαλητήρια, επιστρέφουμε μάλλον στις εργοστασιακές ρυθμίσεις.
Η ευθύνη και για το σημερινό χάλι, βαραίνει βέβαια πρωτίστως την κυβέρνηση – αν δεν είχε γίνει το μπάζωμα, για όποιον λόγο κι αν έγινε, πιθανότατα σήμερα δεν θα μιλούσαμε για παράνομο φορτίο: θα γνωρίζαμε αν υπήρχε ή δεν υπήρχε.
Πλην όμως, με τον τρόπο που εξελίσσεται το πράγμα, είναι η ίδια η κυβέρνηση που κοντεύει να βγει και από πάνω, ενώ το κυρίως γεγονός από το οποίο ξεκίνησαν όλα, η σύγκρουση των τρένων, έχει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή της!
Ελπίζω και εύχομαι σύντομα να επανέλθουμε στην ουσία λοιπόν.
Διότι ο ζόφος που έχει αναδειχθεί εσχάτως, μονάχα όσους θέλουν να συσκοτίσουν και όχι να φωτίσουν την αλήθεια εξυπηρετεί.