Η 8η Φεβρουαρίου έχει σημαδέψει για τα καλά την ελληνική μουσική αλλά και ολάκερη την Κρήτη. Και αυτό διότι ακριβώς πριν από 44 χρόνια ο σύγχρονος «Ερωτόκριτος», ο Νίκος Ξυλούρης πέταξε για πάντα στον ουρανό των Κρητικών Όρεων νικημένος από τον καρκίνο. Εκείνο το κρύο πρωϊνό του 1980 η μαγευτική φωνή του «Αρχαγγέλου της Κρήτης» σίγησε για πάντα. Το αγγελτήριο του θανάτου του έκανε πολύ γρήγορα τον γύρο της χώρας. Το Πανελλήνιο «πάγωσε» στο θλιβερό άκουσμα του χαμού του «Ψαρονίκου» σε ηλικία μόλις 43 ετών.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Ξυλούρης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1936. 7 Ιουλίου του 1936. Προερχόταν από μία οικογένεια η οποία είχε μακρά μουσική παράδοση και αρκετούς λυράρηδες. Μόλις στα 8 του χρόνια πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Οι Γερμανοί λίγο πριν την αποχώρησή τους από την Ελλάδα έκαψαν το χωριό του. Ο Νικολής με τους συγχωριανούς του αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν. Κατευθύνθηκαν σε μια άλλη περιοχή του Μυλοποτάμου. Εκεί έμειναν μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Η αγάπη του για τη λύρα
Η οικογένεια Ξυλούρη, όπως προείπαμε, είχε μακριά παράδοση στη λύρα. Ο Νίκος Ξυλούρης δεν γινόταν να ακολουθήσει άλλο δρόμο. Στα πολύ μικράτα του και έχοντας την συνδρομή του δασκάλου του Μενέλαου Δραμουντάνη, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα. Ο πατέρας του, του την αγόρασε και ο Νίκος Ξυλούρης, έμαθε και έπαιζε σε γάμους και πανηγύρια.
Σταμάτησε το σχολείο, έμαθε μόνος του τις νότες και σκάρωσε τις πρώτες του μαντινάδες. Λίγο αργότερα βρέθηκε στο πλευρό του λυράρη Λεωνίδα Κλάδου παίζοντας από άκρη σε άκρη της Κρήτης. Σε ηλικία 17 ετών μετακόμισε στο Ηράκλειο και άρχισε να δουλεύει στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Τότε ήρθε γα πρώτη φορά αντιμέτωπος με τη «μόδα» της ευρωπαϊκής μουσικής που ήταν κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες μέρες.
Σε ένα αποκριάτικο γλέντι στο χωριό Βενεράτο τα μάτια του Νίκου Ξυλούρη είδαν την Ουρανία Μελαμπιανάκη. Εκείνη ανταποκρίθηκε και το μόνο που μπορούσε να κάνει ως απάντηση ήταν να χορεύει ασταμάτητα υπό τους ήχους της λύρας του Ξυλούρη. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για να προχωρήσει η σχέση τους ήταν το επάγγελμα του.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκατίας του ’50, σε μία εποχή κατά την οποία το επάγγελμα του λυράρη ήταν αποτυχημένη. Από την άλλη πλευρά η Ουρανία προέρχονταν από εύπορη κρητική οικογένεια. Αυτό το γεγονός δεν εμπόδισε τον Ξυλούρη και για δύο χρόνια την πολιορκούσε στενά κάνοντας της καντάδες.
Οι μέρες περνούσαν και η στιγμή που σημάδεψε την μετέπειτα πορεία των δύο νέων ήταν μία τυχαία συνάντηση στο δρόμο. Όταν ο Νίκος Ξυλούρης είδε μπροστά την Ουρανία δεν άντεξε και της εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Η Ουρανία ανταποκρίθηκε, ωστόσο το εμπόδιο του επαγγέλματός του παρέμενε. Έτσι λοιπόν δεν έμενε τίποτε άλλο στον Νίκο Ξυλούρη παρά να καταφύγει στην «κλοπή».
Στην Αθήνα, στα χρόνια της χούντας
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία τον δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό κέντρο. Οι καταστάσεις, όμως, είχαν ωριμάσει πλέον και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Εκεί γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία, με τον δίσκο »Χρονικό» και τα «Ριζίτικα». Παράλληλα, γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» τον Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του – όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» – διαφέρουν από την ιστορία που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη: ότι δηλαδή τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για τον Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού». Προηγουμένως, ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη, που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν.
Η καταξίωση του «Αρχαγγέλου»
Το 1971 ο Ξυλούρης ξεκίνησε να εμφανίζεται μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του άρχισε σιγά σιγά να γίνεται ένα από τα σύμβολα της αντίστασης κατά της χούντας. Το καλοκαίρι του 1973 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν στο θέατρο το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το «Μεγάλο μας τσίρκο».
Ο Ξυλούρης εμφανίστηκε στο θεατρικό σανίδι τραγουδώντας σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Είχε τον ρόλο του ντελάλη και με τη φωνή του ξεσήκωνε τον κόσμο, που έκανε ουρές για ένα εισιτήριο. Σημειώνεται ότι το προσωνύμιο «Αρχάγγελος» του το είχε δώσει η Τζένη Καρέζη, αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε πως «αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…»
Το τριήμερο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ο Ξυλούρης μαζί με τον Ξαρχάκο και άλλους καλλιτέχνες αψηφόντας τον φόβο και τα τανκς μπήκε στο Μετσόβειο και μαζί με τους χιλιάδες φοιτητές τραγούδησε «Πότε θα κάνει Ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Όπως ήταν φυσικό η εικόνα του Ξυλούρη μέσα στο Πολυτεχνείο έγινε πρωτοσέλιδο και αποτέλεσε «κόκκινο πανί» για το καθεστώς των Απριλιανών.
Η χούντα απάντησε λογοκρίνοντας τα τραγούδια του. Παράλληλα απαγόρευσε τις συναυλίες του και έκλεισε το μαγαζί που τραγουδούσε.
«Ήτανε μια φορά μάτια μου»
Στη βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τηλεοπτική σειρά «Έμποροι των εθνών», σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, ο Ξυλούρης ερμήνευσε για τους τίτλους το τραγούδι «Ήτανε μια φορά μάτια μου» σε στίχους του σκηνοθέτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλει να αφαιρεθεί η φωνή του και να παίζεται μόνο η μουσική. Πολύ αργότερα και μετά από επίμονη παρέμβαση του Φέρρη, θα ακουστεί και η φωνή του στη σειρά.
Στη Μεταπολίτευση
Το 1976, η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Cross του απένειμε το 1ο βραβείο στην κατηγορία της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής, για την ερμηνεία του στα Ριζίτικα. Μάλιστα, η βράβευση έγινε δύο φορές, καθώς στην πρώτη δεν αναφέρθηκε καν το όνομά του παρά μόνο του Γιάννη Μαρκόπουλου που τα έγραψε.
Ο Νίκος Ξυλούρης τραγούδησε ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογράφησε τα Αντιπολεμικά τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ είπε και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούστηκε και πάλι έντονα.
Το πρόωρο τέλος
Και ενώ βρισκόταν στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του χτύπησε την πόρτα ο καρκίνος. Ήταν Μάης του 1979 όταν κατάλαβε ότι είχε όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Αμέσως έφυγε από την Ελλάδα με προορισμό το «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης. Εκεί υποβλήθηκε σε πολλαπλές επεμβάσεις και στις αρχές Αυγούστου επέστρεψε στην Αθήνα.
Έναν μήνα μετά, τον Σεπτέμβριο ο Σταύρος Ξαρχάκος διοργάνωσε για αυτόν «συναυλία αγάπης» στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας με σκοπό να καλυφθούν τα έξοδα της νοσηλείας του. 25.000 άνθρωποι βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στις εξέδρες του γηπέδου και προσευχήθηκαν να γίνει καλά. Τον Δεκέμβριο μετέβη ξανά στο Μεμόριαλ ωστόσο είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για εκείνον.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1980 και ενώ νοσηλευόταν στο αντικαρκινικό νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά έπεσε σε κώμα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Φεβρουαρίου. Ήταν μόλις 43 ετών… Η κηδεία του ήταν παλλαϊκή. Χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α Νεκροταφείο Αθηνών και αποχαιρέτησαν τότε τον «Αρχάγγελο της Κρήτης» τραγουδώντας το «Εβαλε ο Θεός σημάδι».