Η Βιομηχανική επανάσταση διαμόρφωσε την κοινωνία και την οικονομία του 19ου αιώνα μεταμορφώνοντας, ανάμεσα σε άλλα, και τον τομέα της εργασίας. Παρότι οι γυναίκες είχαν περιορισμένους ρόλους λόγω των πατριαρχικών αντιλήψεων περί των «περιορισμένων δυνατοτήτων του φύλου», κατάφεραν να διεκδικήσουν ενεργό συμμετοχή στο επιχειρηματικό γίγνεσθαι, θέτοντας τις βάσεις για την γυναικεία επιχειρηματικότητα του σήμερα.
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τα άκρως καταπιεστικά και ανδροκρατούμενα ιδεώδη. Οι γυναίκες ήταν κυρίως υπεύθυνες για το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών τους. Η πρόσβαση τους στην εκπαίδευση ήταν πολύ περιορισμένη και κατά περιπτώσεις ανύπαρκτη. Η δε εργασία εκτός της οικίας θεωρούταν εκτός συζήτησης για τις «σεμνές γυναίκες». Ο γάμος ήταν η κύρια οικονομική και κοινωνική εξασφάλιση των γυναικών. Η ικανότητα στην τεκνοποιία και η αγνότητα ήταν το μπόνους για ένα πιο άμεσο γάμο. Οι ταξικές διαφορές ήταν φανερές και η κοινωνική διαστρωμάτωση σαφής και αδιαπέραστη.
Παρά τα πολλαπλά εμπόδια, κάποιες γυναίκες βρήκαν τον τρόπο και ενσωματώθηκαν στην οικονομική ζωή των τόπων τους μέσα από μικρές ατομικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, που στην πλειονότητά τους αναφέρεται ότι υπήρξαν επικερδείς.
Οι κύριοι γυναικείοι επιχειρηματικοί τομείς ήταν οι οικιακές βιοτεχνίες παραγωγής γλυκών ή υφασμάτων, τα καταστήματα γυναικείων ειδών και τα παντοπωλεία, τα πανδοχεία, οι οίκοι μόδας και τα εργαστήρια ραπτικής και η διδασκαλία σε κορίτσια μουσικής, γαλλικών και εργοχείρων μέσω είτε ιδιαίτερων κατ’ οίκον μαθημάτων, είτε μέσω μικρών εκπαιδευτικών και τεχνικών μονάδων, τα «Κολλέγια Θηλέων» ή «Παρθεναγωγεία».
Οι χήρες ή οι γυναίκες χωρίς σύζυγο συχνά αναλάμβαναν και συντηρούσαν τα παντοπωλεία, τα καφέ ή τα πανδοχεία που τους άφηναν πεθαίνοντας ο πατέρας τους ή ο σύζυγός τους. Ακόμη και σήμερα σε χωριά της ενδοχώρας συναντούμε γυναίκες κάθε ηλικίας να διαχειρίζονται καφενεία ή πανδοχεία που τους άφησαν οι πατεράδες τους ως προίκα και μέσο βιοπορισμού.
Στα αστικά κέντρα αναπτύχθηκε ο κλάδος της υψηλής ραπτικής, όπου οι ικανές ράφτρες και οι μοδίστρες γινόταν ανάρπαστες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Elizabeth Arden, στα τέλη του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, η οποία ξεκίνησε από ένα μικρό ινστιτούτο ομορφιάς και το brand της εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια επιχειρηματική αυτοκρατορία καλλυντικών.
Γυναίκες ήταν στην πλειονότητά τους και οι ιδιοκτήτριες των οίκων ανοχής στα αστικά και στα περιφερειακά κέντρα, κερδοφόρος επιχειρηματικός τομέας έως και τις μέρες μας.
Στην χώρα μας και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι γυναίκες δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στην παραγωγή σαπουνιών και στην ραπτική. Στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Πάτρα, η Αθήνα, η Σύρος και το Ναύπλιο οι πρώτες γυναίκες επιχειρηματίες δραστηριοποιήθηκαν στους κλάδους της υφαντικής, των εργόχειρων και των προμηθειών προϊόντων για τα αστικά νοικοκυριά. Στην Πάτρα και στην Σύρο αναπτύχθηκε η παραγωγή και το εμπόριο σαπουνιών και ειδών καθαρισμού, ενώ ήταν συνηθισμένη και η εικόνα γυναικών ιδιοκτητριών πανδοχείων και παραδοσιακών καφενείων. Πολλές μορφωμένες γυναίκες πρόσφεραν μαθήματα γαλλικών, πιάνου ή/και κοπτικής – ραπτικής σε νέες γυναίκες και νοικοκυρές.
Η Ελένη Σπανοπούλου ήταν ιδρύτρια και δασκάλα του Παρθεναγωγείου στην Αθήνα, η Καλλιρρόη Παρρέν υπήρξε δημοσιογράφος και εκδότρια της πρώτης εφημερίδας για γυναίκες «Εφημερίς των Κυριών», ενώ συγχρόνως προωθούσε τις γυναικείες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες της εποχής της.
Τα αρχεία των δημόσιων αγορών, των σωματείων και των ενοριών του 19ου αιώνα μαρτυρούν πολλές ακόμη άγνωστες γυναίκες που με τον τρόπο τους συνέβαλλαν στις μεγάλες αλλαγές εκείνης της εποχής.
Μπορεί η γυναικεία επιχειρηματικότητα κατά τον 19ο αιώνα να λειτούργησε σε μικρή κλίμακα και κυρίως λόγω των αναγκών των γυναικών για την οικονομική εξασφάλισή των ίδιων και των παιδιών τους, ωστόσο, έθεσε τις βάσεις και το όραμα για τις μελλοντικές εξελίξεις στον στίβο του σύγχρονου γυναικείου επιχειρείν.