Ήταν ωραία η ερημική μας παραλία, κάπου εκεί στο Νότο. Ανάμεσα σε δυο βράχους σφηνωμένη, σ’ έναν μικρό κολπίσκο κεντημένη, στρωμένη μ’ ένα σεντόνι λεπτό βότσαλο και στολισμένη με λίγα αρμυρίκια στην άκρη του γιαλού.
Γαλήνια κι απάνεμη, ακόμα κι όποτε ο αυγουστιάτικος αγέρας δε σ’ άφηνε αλλού ούτε να σταθείς· κύμα δε σήκωνε ποτέ κι ούτε κινδύνευες να στραβωθείς απ’ την αμμοβολή. Κείτονταν στο πλάι του παραλιακού δρομάκου· μια δύσβατη, μικρή κατηφορίτσα έπρεπε απλώς να ροβολήσεις για να βρεθείς στην αγκαλιά της.
Μαζευόμασταν εκεί όλοι οι αποσυνάγωγοι της ανθρώπινης βαβούρας, της δυνατής μουσικής, του φαίνεσθαι και του εσπρέσο· όσοι δεν επιθυμούσαμε να καταναλώσουμε τη θάλασσα, μα ν’ αφεθούμε στον αυθεντικό ρυθμό της και ν’ αποκαμαρώνουμε την ολόγυμνη εικόνα της, δίχως εμπόρους, μεσάζοντες και μεταπράτες. Κι ήμασταν αρκετοί· γεμίζαμε, ενίοτε, την παραλία με τις ψάθες και τις πετσετούλες μας στρωμένες καταγής ή στριμωγμένοι το μεσημέρι στου βράχου τη ρίζα αναζητώντας λίγο ασκιανό.
Μα φέτος, αλλάξανε τα πράματα. Πίστεψε ο τοπικός Δήμος ότι η παραλία υπάρχει για ν’ αποφέρει έσοδα και την εκμίσθωσε ευθύς σε ιδιώτη, που γέμισε με ομπρέλες και ξαπλώστρες τη μια της την πλευρά. Μπήκε μηχάνημα και πάτησε την κατηφόρα να τήνε κάμει δρόμο, φτιάχτηκε μια παράγκα για ν’ αποσκιάζει ο ράθυμος υπάλληλος που μαζεύει το χρήμα των προθύμων, γέμισε με κάδους σκουπιδιών η ακροθαλασσιά και στήθηκε και μια ντουζιέρα, ν’ αναβαθμίσει, τάχατες, τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Ανοίχτηκε κι ένα χωράφι για να παρκάρουνε τα τζιπ και τ’ άλλα αυτοκίνητα κι άρχισε να εισβάλει η φυλή της ξαπλώστρας· στην αρχή διστακτικά, καθότι την είχε αχαρτογράφητη ακόμα την περιοχή, μα κάθε μέρα ερχότανε και περισσότεροι, τόσο που ο ράθυμος υπάλληλος ν’ αναγκαστεί να στρώσει και τρίτη, μα και τέταρτη σειρά από ξαπλώστρες.
Κι εμείς, εξόριστοι πια στο άλλο μισό της παραλίας που αφέθηκε, προς το παρόν, ακάλυπτο, απομείναμε να χαζεύουμε ετούτη την παράταιρη φυλή, που κατεβαίνει ίσαμε τη θάλασσα όχι για να κολυμπήσει, να τρέξει, να σκαρφαλώσει στο βράχο για βουτιές, να κουραστεί, να ιδροκοπήσει και να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και τη φύση, μα για να μείνει ξάπλα με τις ώρες.
Άναυδοι την ξανοίγουμε να βγάζει σέλφι, να χαϊδολογεί το έξυπνο κινητό της, να βυθίζεται στ’ ακουστικά της, ν’ ανακατεύει τον καφέ της με το καλαμάκι, ν’ ασχολείται με τα πανάκριβα αξεσουάρ της, να παραγεμίζει τους κάδους με τα σκουπίδια της, κι εντέλει να πληρώνει και να φεύγει, αναζητώντας άλλο μέρος για να καταναλώσει την εσπέρα της. Κι όσο αυξάνονται ετούτοι εδώ οι έποικοι, τόσο εμείς γινόμαστε πιο λίγοι, αναζητώντας αλλού γιαλό ανόθευτο κι ερημικό, μέρος δυσεύρετο τη σήμερον ημέρα.
Κι αν φέτος έγινε η αρχή και καταλήφθηκε μονάχα η μισή μας παραλία, μάλλον πως είναι θέμα χρόνου –κι αφού το μέρος γίνηκε της μόδας- να στηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον κι ένα μπητς μπαρ οργανωμένο, με στρατιές από μπαρίστα, ντιτζέη και σερβιτόρους και μπόλικο καφέ και αλκοόλ να ρέουν.
Γιατί όπου πατεί το πόδι της ετούτη η φυλή της ξαπλώστρας, τα προσαρμόζει όλα στα μέτρα και στα γούστα της, αδιαφορώντας για τους ιθαγενείς, που κατοικούσανε πρότερα τον τόπο, και τις συνήθειές τους.
Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»