Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η γελοία αφίσα του γελοίου κινήματος “δεν πάω” στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για Τέμπη είναι σε απόλυτη συνάρτηση με το νέο, κυβερνητικό κατά κύριο λόγο, αφήγημα ότι όλη αυτή η υπόθεση έχει στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας.
Έχω γράψει ήδη για τον κίνδυνο της διολίσθησης στον αντισυστημικό λαϊκισμό που ειδικά στα σόσιαλ μίντια καλπάζει με αφορμή τον θάνατο του Βασίλη Καλογήρου και όλα όσα κυκλοφορούν, ανεξέλεγκτα πλέον, γύρω από την τραγωδία των Τεμπών.
Και επαναλαμβάνω ότι η πρώτη η κυβέρνηση με τους χειρισμούς της και με την βιασύνη της να πιστέψει ότι το θέμα έκλεισε, άνοιξε την πόρτα στην καχυποψία και στην δυσπιστία του κόσμου – εκείνου του τμήματος τέλος πάντων που δεν είναι πάντα καχύποτο και έτοιμο να πιστέψει κάθε παραλογισμό.
Δυστυχώς, στο παιχνίδι έχει μπει πια και η αντιπολίτευση, όχι μόνο με τους συνήθεις υπόπτους Βελόπουλο, Ζωη, Λατινοπούλου, αλλά και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Συνιστούν τα παραπάνω “σχέδιο αποσταθεροποίησης” της χώρας; Νομίζω οι περισσότεροι από αυτούς τους πολιτικούς φορείς αδυνατούν να σχεδιάσουν δυο ίσιες γραμμές, πόσο μάλλον κάτι τόσο περίπλοκο όσο αυτό που συζητάμε. Συνιστούν όμως κίνδυνο αποσταθεροποίησης, ανεξαρτήτως σχεδίου; Μπορεί δηλαδή να προκύψει κάποιο “ατύχημα” που θα βάλει την Ελλάδα σε περιπέτειες, εν μέσω μάλιστα εξαιρετικά ρευστών και προβληματικών διεθνών συνθηκών;
Εξαρτάται από τον χειρισμό της κυβέρνησης πρωτίστως. Θέλω να πω, αν η χώρα μπει σε νέα κοινωνική κρίση, δεν θα ευθύνονται οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη, ας είμαστε σοβαροί.
Θα ευθύνεται η κυβέρνηση και η δική της αδυναμία να απαντήσει πειστικά στα λάθη που αναμφίβολα έχουν γίνει σχεδόν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας διερεύνησης της τραγωδίας και έχουν δημιουργήσει την ακλόνητη πεποίθηση στην κοινωνία ότι εδώ υπάρχει συγκάλυψη. Κυρίως, θα ευθύνεται η αδυναμία της να πείσει ότι πράγματι μπορεί και θέλει να υπερασπιστεί την κανονικότητα, απέναντι στον ανορθολογισμό.
Τούτο αποτέλεσε το πιο ισχυρό όπλο του Κυριάκου Μητσοτάκη: είχε καταφέρει να λανσάρει τον εαυτό του πρωτίστως και το κόμμα του δευτερευόντως ως εγγυητές της ομαλής πορείας επιστροφής της Ελλάδος στην κανονικότητα που διασαλεύτηκε βίαια στην υπερδεκαετή κρίση. Οι Έλληνες δεν άντεχαν άλλη ένταση, δεν ήθελαν άλλα πειράματα. Ήθελαν κάποιον να τους προσφέρει ηρεμία και ασφάλεια. Ο Κυριάκος το έκανε, μέχρι που σταδιακά αποδείχθηκε ότι η κανονικότητα την οποία υπερασπίζεται, είναι εκείνη η παλιά, η ωραία, η ελληνική: Της πελατειακής δημόσιας διοίκησης, του διαπλεκόμενου ιδιωτικού τομέα, των δειλών και ελλιπών μεταρρυθμίσεων για τα μάτια του κόσμου. Την κανονικότητα της προβληματικής δικαιοσύνης, της απαξίωσης των θεσμών, των καθυστερημένων, ελλαττωματικών και υπερκοστολογημένων δημόσιων έργων, της τερατώδους γραφειοκρατίας.
Ασφαλώς όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει πράγματα καλά και χρήσιμα. Όμως η μεταρυθμιστική ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη αρκετά γρήγορα έχασε την ορμή της, σε βαθμό που εδώ και καιρό δείχνει να έχει εξανεμιστεί εντελώς. Κι έτσι, όταν στα Τέμπη κατέρρευσε με κρότο η πεποίθηση ότι με αυτήν την κυβέρνηση είμαστε τουλάχιστον ασφαλείς, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και από μέσα ξεχύθηκαν και όλα τα παράπονα για την ακρίβεια, την υγεία, την παιδεία, την δύσκολη καθημερινότητα, την αίσθηση ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά σε χώρα για τους λίγους και απαξιώνει τους πολλούς. Και όταν με τους κυβερνητικούς χειρισμούς, πάλι στα Τέμπη, άρχισε να δημιουργείται η βεβαιότητα ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα κάνει τα πάντα για να προστατεύσει τον εαυτό του και τους “εκλεκτούς” του, τότε πλέον το πλεονέκτημα του Κυριάκου ως υπερασπιστή της κανονικότητας, άρχισε να γυρίζει ανάποδα. Αυτήν την “κανονικότητα”, νοιώθει καλώς ή κακώς ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης, δεν αξίζει να την υπερασπίζεται κάποιος.
Το ζήτημα πλέον, για να αποφευχθεί το σάλτο στο κενό που ανέφερα στο προηγούμενο κείμενό μου, είναι αν υπάρχει στο σημερινό πολιτικό σκηνικό το πρόσωπο που να μπορεί να εγγυηθεί όχι κανονικότητα, αλλά πρόοδο. Και να το κάνει πειστικά και με σχέδιο.
Μπορεί ακόμα ο Κυριάκος να επιχειρηματολογήσει επ’ αυτού ή θα αρκεστεί στις απειλές για την κακή αντιπολίτευση που υποκρύπτουν ένα είδος μίζερη σύγκρισης σε επίπεδο κακομοιριάς – “εντάξει, δεν είμαστε και πολύ καλοί αλλά από αυτούς είμαστε καλύτεροι”.
Θεωρώ ότι ακόμα η διάθεση των πλειοψηφίας είναι αυτή: να ακούσει, να πειστεί, να μην υποκύψει και πάλι τόσο εύκολα στον λαϊκισμό. Όμως το παράθυρο κλείνει και η λογική “π…να όλα” πλησιάζει με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα.
Αν αφήσουν όλοι στην άκρη τις γελοιότητες του “δεν πάω”, τους εκβιασμούς περί αποσταθεροποίησης αλλά και την εργαλειοποίηση του πόνου και την υιοθέτηση των πιο ακραίων θεωριών συνομωσίας και συνταχθούν ουσιαστικά με τα αιτήματα για αλήθεια, δικαιοσύνη, ασφαλείς συγκοινωνίες, φρένο στις ρουτσφετολογικές προσλήψεις, υπάρχει χρόνος για να βγει κάτι καλό θα βγει από όλο αυτό.
Ειδάλλως, ουδείς μπορεί να προβλέψει τι θα επακολουθήσει.
“Κανονικότητα” πάντως δεν θα είναι.