Η κατάληψη των δύο ελληνικών δεξαμενόπλοιων στον Περσικό κόλπο από ένοπλους κομάντο που δρουν στο όνομα των «Φρουρών της Επανάστασης» που ελέγχουν την κυβέρνηση στο Ιράν έχει προκαλέσει δικαιολογημένα μεγάλη ανησυχία. Οι επίσημες απαντήσεις καθώς και η μέριμνα του υπουργείου Εξωτερικών για τα πληρώματα των δύο τάνκερ κινήθηκαν στο αρμόζον πλαίσιο που θα λειτουργούσε μια συντεταγμένη πολιτεία. Ωστόσο, δημιουργήθηκαν εύλογα ερωτήματα σχετικά με την κατεύθυνση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικά μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και τη συνέχιση της αποστολής στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία. Και φυσικά, όπως και κάθε άλλο γεγονός που απασχολεί την κοινή γνώμη, ξεκίνησε η μάχη του πληκτρολογίου που επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την ημιμάθεια, καθώς και τον κομματικό οπαδισμό που μας κατατρύχει.
Από τη μια έχουμε αυτούς που κατηγορούν τον πρωθυπουργό για όσα αναφέραμε παραπάνω, καθώς επίσης και για τη συνεργασία με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία και από την άλλη έχουμε αυτούς που κατηγορούν τους πρώτους με επιχειρήματα ότι αν τους αρέσει αυτή η κατάσταση να πάνε να ζήσουν στο Ιράν. Μια κωμικοτραγική κατάσταση που αν μη τι άλλο αποδεικνύει ότι πέρα από τον συνεχιζόμενο διαδικτυακό διχασμό δεν μπορούμε να συλλάβουμε ότι είναι διαφορετικό ζήτημα η ιδεολογία στα εσωτερικά ζητήματα και άλλο η εξωτερική πολιτική που καθορίζεται από παράγοντες που δεν άπτονται μόνον της δικής μας βούλησης. Προφανώς και η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στο εσωτερικό μιας χώρας μπορεί να επηρεάσει πτυχές της διπλωματικής μας στρατηγικής, αλλά υπάρχουν κάποιες σταθερές.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ναι, μπορούμε να κρίνουμε την «δεδομένη» προς τις ΗΠΑ διπλωματική φρασεολογία του Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά, οι συμμαχίες ενός κράτους δεν καθορίζονται από το καθεστώς του άλλου. Με αυτή τη λογική θα έπρεπε να έχουμε αποκλείσει από σύμμαχό μας την Αίγυπτο, αφού λόγου χάρη το καθεστώς Σίσι δεν προσομοιάζει στα δημοκρατικά πρότυπα της Δύσης, όπως τα γνωρίζουμε και τα βιώνουμε εμείς. Μια συνεργασία που είναι απαραίτητη όταν η γείτονα Τουρκία συνεχίζει να είναι προκλητική και απειλητική. Από την άλλη πλευρά, ίσως να έπρεπε να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί, συντηρώντας την προσέγγιση που είχε ξεκινήσει με το Ιράν το 2016, ενώ ταυτόχρονα θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί οι λεκτικές υπερβολές του αρχηγού ΓΕΕΘΑ κ. Κωνσταντίνου Φλώρου στο πλαίσιο της αμυντικής συνεργασίας με τη Σαουδική Αραβία.
Σε ένα τέτοιο επίπεδο και με ανάλυση των παραμέτρων που συγκροτούν την γεωπολιτική πραγματικότητα, η κριτική μπορεί να καταστεί εποικοδομητική και ταυτόχρονα να θέσει στους κυβερνώντες με σοβαρό τρόπο τους προβληματισμούς της κοινής γνώμης. Στην αντίθετη περίπτωση διαιωνίζονται σχήματα του παρελθόντος που δεν έχουν καμιά σχέση με τη σύγχρονη συγκυρία, όπως η υπενθύμιση -με αφορισμό από κάποιους- της εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980 -αδέσμευτοι, Καντάφι κ.ο.κ.- που ειρήσθω εν παρόδω, όχι μόνο δεν έβλαψε τη χώρα, αλλά μάλλον δημιούργησε αυτή την κουλτούρα της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και της κουλτούρας ακόμη και ετερόκλητων συνεργασιών, που βέβαια δεν θα θίγουν την υπόστασή μας ως κράτη-μέλη της μεγάλης μας ευρωπαϊκής οικογένειας…