Την ώρα που ο γιος και η μητέρα του Γιώργου Καραϊβάζ έδιναν στην έννοια της συγχώρεσης νέα βάθη και αντιμετώπιζαν την οικογενειακή τους τραγωδία με αγία αξιοπρέπεια, η μικροπολιτική και οι μικροπολιτικοί έσπευσαν σχεδόν από την πρώτη στιγμή να στήσουν τον κανιβαλιστικό χορό τους πάνω από το πτώμα του δημοσιογράφου.
Ουδεμία έκπληξη επ’ αυτού. Από το Μάτι μέχρι την πανδημία, ο κυνισμός του πολιτικού προσωπικού της χώρας έχει επιβεβαιωθεί περισσότερες φορές από όσες θα άντεχε μια εξαίρεση – είναι, άρα, ο κανόνας. Η εργαλειοποίηση της ανθρώπινης ζωής στην υπηρεσία της κατασκευής ενός πολιτικού αφηγήματος αποτελεί πλέον μια θλιβερή κανονικότητα, σχεδόν κοινοτοπία.
Εν προκειμένω παίζει το έργο «γίναμε Κολομβία». Ενώ ας πούμε μέχρι τον Ιούνιο του 2019 ζούσαμε στην Ελβετία; Ρωτήστε τον φίλο και συνάδελφο Άρη Ασβεστά να σας απαντήσει.
Ο δημόσιος λόγος βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Νιώθω, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος, ότι πριν την οικονομική κρίση και τα μνημόνια – υπήρχε φυσικά ο «αυριανισμός», κραταιός στην δεκαετία του 80’, περιθωριακός στην συνέχεια μα – υπήρχαν κάποιες άμυνες που άντεχαν.
Προβεβλημένοι σύνδεσμοι Είσαι ο καλύτερος προπονητής; Στα Fantasy τουρνουά φτιάχνεις τη δική σου ομάδα & διεκδικείς την κορυφή. Πάτα εδώ!
Τηρούσαμε τα προσχήματα να το πω αλλιώς. Η αξία των οποίων συχνά υποτιμάται – είναι, λένε πολλοί, υποκρισία. Στην πραγματικότητα είναι μια αναγκαία σύμβαση που διατηρεί την κοινωνία -οριακά έστω – πολιτισμένη. Και εν πάσει περιπτώσει, προτιμότερη η προσχηματική, υποκριτική ευγένεια από τον ανυπόκριτο κρετινισμό.
Υποθέτω πώς υπάρχουν ελαφρυντικά. Μια χώρα που επί τρεις δεκαετίες ζούσε σε πλαστή ευμάρεια, αγκαλιά με το εφήμερο και το επουσιώδες σε βάρος κάθε ουσιαστικής προσπάθειας για πραγματική πρόοδο και εξέλιξη, όταν έχασε τα χρυσά δεκανίκια της, ήταν λογικό να ξεπέσει στην χυδαιότητα.
Και η δημοσιογραφία προφανώς έπαιξε και παίζει καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη – στον ευτελισμό του δημόσιου λόγου δηλαδή. Η διαπλοκή, η οικονομική αβεβαιότητα, η κοινωνική αναταραχή, η τοξικότητα της πολιτικής σκηνής, η άνοδος των social media, εγκλώβισαν τους δημοσιογράφους σε ρόλο σκύλου που κυνηγάει την ουρά του. Όπου ουρά οι -ολοένα και χειρότεροι- αναγνώστες.
Μέσα σε έναν κυκεώνα από fake news, θεωρίες συνομωσίας, μισαλλόδοξα τρολ και κακά ελληνικά (το μεγαλύτερο ποσοστό του περιεχομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δηλαδή) οι δημοσιογράφοι στην πλειονότητά τους, αντί να προσπαθήσουν να ξεχωρίσουν, προτίμησαν να μιμηθούν τον συρφετό . Κυνηγώντας τα like, έγιναν τρολ. Κυνηγώντας τις εύκολες εντυπώσεις, μετέτρεψαν τα ρεπορτάζ τους σε post. Για να μιλήσουν στο σύγχρονο κοινό, αυτό που τους διαβάζει στο κινητό του, διψάει για αίμα και λάσπη, δεν αντέχει την αντίθετη άποψη και βαριέται γρήγορα, θυσίασαν τις λέξεις στον βωμό των hashtags.
Και όταν χρειάστηκε πλειοδότησαν σε χυδαιότητα και φτήνια.
Φυσικά από τον βόθρο βγήκαν και διαμάντια. Μπορώ να σας απαριθμήσω ορισμένες από τις καλύτερες πένες της νέας γενιάς, που ξεπήδησαν από τα social. Και δεν αρκούνται σε ευφυολογήματα, εξελίσσονται καθημερινά σε πλήρεις και ικανότατους δημοσιογράφους. Και μπορώ επίσης να σας απαριθμήσω ΜΜΕ που έχουν προσαρμοστεί πλήρως στην νέα εποχή, αξιοποιούν ιδανικά τις δυνατότητες της τεχνολογίας και παράγουν περιεχόμενο υψηλού επιπέδου.
Θέλω να ελπίζω ότι αυτοί είναι το μέλλον. Και ότι τα εκπληκτικά εργαλεία που μας προσφέρουν τα social media για να επικοινωνήσουμε την δουλειά μας, θα χρησιμοποιηθούν -κάποτε- σωστά.
Αν μπορώ να απαριθμήσω τα θετικά παραδείγματα όμως, είναι ακριβώς επειδή αποτελούν ισχνή μειονότητα.
Στον χώρο κυριαρχεί η μετριότητα και η απαξίωση. Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα διάγει πιθανότατα την δυσκολότερη περίοδό της από την Μεταπολίτευση κι έπειτα – αγκαλιασμένη με την πολιτική ζωή, τα συμφέροντα των λίγων μεγαλοεκδοτών και τα χειρότερα ένστικτα του κοινού χορεύει στην άκρη της αβύσσου, επειδή δεν ξέρει τι άλλο να κάνει.
Και κάπου εδώ έρχονται οι σφαίρες να αναδείξουν την παραδοξότητα της περίστασης. Και να μας υπενθυμίσουν ορισμένα πράγματα που μάλλον έχουμε λησμονήσει. Όπως την αξία της δημοσιογραφίας και τον τρόμο που προκαλεί, έστω και ξεδοντιασμένη, σε κάθε λογής εξουσία.
Δεν γνωρίζω τι κρύβεται πίσω από την δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ. Η εικασία όμως ότι σχετίζεται με το επάγγελμα του θύματος, είναι μάλλον ασφαλής. Ο Καραϊβάζ δολοφονήθηκε κατά πάσα πιθανότητα επειδή ήταν δημοσιογράφος. Τα πώς και τα γιατί ευελπιστώ ότι θα τα βρουν οι αρμόδιες αρχές όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Το παράδειγμα είναι ακραίο και για τούτο εξαιρετικά δυνατό. Δεν είναι το μόνο. Στην χώρα μας, δημοσιογράφοι απειλούνται καθημερινά. Στις σκιές, με ανώνυμα τηλεφωνήματα ή μηνύματα, στο φως με αφίσες επικήρυξης και φωτογραφικά δημοσιεύματα, στα γραφεία, στα γήπεδα, στους δρόμους. Υπάρχουν ξυλοδαρμοί. Κάποιοι τους έχουν καταγγείλει. Κάποιοι όχι. Υπάρχουν απολύσεις. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά περιστατικά που επιβεβαιώνουν ότι ακόμα και σήμερα, στην εποχή της χλεύης και του ξεπεσμού, οι δημοσιογράφοι είναι οι πιο ενοχλητικοί άνθρωποι στο δωμάτιο. Ως οφείλουν.
Όσοι έχουν δύναμη προσπαθούν να τους αγοράσουν, να τους χειραγωγήσουν ή να τους τρομοκρατήσουν. Συνήθως αρκούν τα δυο πρώτα. Οι περιπτώσεις που αντιστέκονται εντούτοις, δίνουν τελικά το στίγμα. Φανταστείτε να ήταν περισσότερες.
Δεν είναι. Είναι λίγες, επειδή ασφαλώς και οι δημοσιογράφοι φοβούνται. Πράγμα απολύτως ανθρώπινο και λογικό. Η δημοσιογραφία ως έννοια όμως δεν φοβάται τίποτα και κανέναν. Την δημοσιογραφία την φοβούνται. Πάντα την φοβόντουσαν, πάντα θα την φοβούνται.
Για αυτό και δεν δολοφονούνται, απειλούνται, εκβιάζονται, οι διαφόρων ειδών influencers. Όχι. Τούτο παραμένει θλιβερό προνόμιο των δημοσιογράφων ανά τον κόσμο.
Η δημοσιογραφία δολοφονείται, μεταφορικά ή δυστυχώς κυριολεκτικά, επειδή μετράει ακόμα.
Μετράει βεβαίως, όσο την κάνουμε εμείς να μετράει. Δεν έχουμε σφαίρες στη φαρέτρα μας. Έχουμε λέξεις. Ας τους δώσουμε αξία.
Συλλυπητήρια στην οικογένεια του Γιώργου Καραϊβάζ.