Τη χρονιά της γέννησής μου (1953), δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα ‘Φαρενάιτ 451’ (Fahrenheit 451) του Ρέι Μπράντμπερι (1920-2012). Ο τελευταίος υπήρξε πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας, κατά κύριο λόγο επιστημονικής φαντασίας. Το συγκεκριμένο βιβλίο αφορά μια απάνθρωπη και δυστοπική εποχή, στο μέλλον, κατά την οποία τα βιβλία είναι απαγορευμένα. Υπάρχουν ειδικές ομάδες που είναι υπεύθυνες να μπαίνουν στα σπίτια όπου υπάρχουν βιβλιοθήκες μετά από καταγγελίες των γειτόνων τους και τα καίνε ή τα καταστρέφουν ώστε να μην διακινείται μέσω αυτών ανατρεπτικό περιεχόμενο και βάζοντας έτσι τέρμα σε κάθε αμφισβήτηση και προβληματισμό λόγω της ανάγνωσής τους. Όμως η εποχή της έκδοσης του βιβλίου, αλλά και οι επόμενες δεκαετίες, σημαδεύτηκαν και από άλλα εξ’ ίσου σοβαρά γεγονότα τα οποία και βίωσαν όσοι βρίσκονται κοντά σε εκείνες τις ηλικίες. Είναι οι ηλικίες οι οποίες σιγά-σιγά αποχωρούν από την πορεία της ζωής τους. Από μια άποψη, καθόλου αμελητέα, αφού φάνηκαν τυχερές που έφτασαν έως εδώ, με δεδομένη την εκτροπή πολλών από εκείνη την μοναδική διαδρομή για διάφορους, βεβαίως, λόγους. Κοιτώντας αναδρομικά, είμασταν μια γενιά που γράφαμε με κιμωλία και σβήναμε τον πίνακα με σφουγγάρι. Με λίγα ρούχα, αλλά φρεσκοπλυμένα. Κάναμε προσευχή κάθε πρωί στο σχολείο και έπαρση της σημαίας. Σπουδάσαμε με λίγα χρήματα γιατί οι γονείς των περσότερων ήταν χαμηλών εισοδημάτων. Μια γενιά που σηκωνόταν όταν ο δάσκαλος ή ο καθηγητής έμπαιναν στην αίθουσα, μια γενιά που θεωρούσε ντροπή να κάθεται σε μέσα μαζικής μεταφοράς τη στιγμή που υπήρχαν ηλικιωμένοι, ανήμποροι ή γυναίκες. Μια γενιά που πήγαινε στο κατηχητικό και μάθαινε έστω αποσπασματικά κάποιες σταθερές αξίες της θρησκείας μας και είχε απέραντο σεβασμό απέναντι σε γονείς και δασκάλους, στο θεσμό της οικογένειας, στην πατρίδα.
Όλοι εμείς, τώρα, σταδιακά φεύγουμε για να έρθει ένας καινούργιος κόσμος! Πανάρχαια και γνωστή ρήση! Ίσως η γενιά μου να μην βίωσε άμεσα τον πόλεμο, όπως οι περισσότερες στην ιστορία της χώρας μας, πλην της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Κάποιοι έχασαν τις ζωές τους εκεί, άλλοι μεταξύ των άλλων πράγματα και αντικείμενα λιγότερο πολύτιμα, όπως κάποιους δίσκους βινυλίου με τη σφραγίδα ‘June 1973, Famagusta’ που ξέμειναν στη βιβλιοθηκούλα εκείνου του χαμηλού σπιτιού της Μόρφου, στην Κύπρο, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε τον ακούρευτο καλοκαιρινό φοίνικα, άλλοι περισσότερα, άλλοι λιγότερα. Όμως όλοι υποπέσαμε σε τρανταχτά λάθη. Στα πανεπιστημιακά μας χρόνια διώξαμε από τις σχολές αξιόλογους καθηγητές με τη σφραγίδα δήθεν του χουντικού και επιτρέψαμε να έρθουν στη θέση τους άλλοι, ανεκδιήγητοι με καταστροφικά αποτελέσματα. Δημιουργήσαμε πράσινα και γαλάζια καφενεία σε χωριά, αποκτώντας έτσι την ταμπέλα του ενός ή του άλλου και χωριστήκαμε για μια δύο δεκαετίες, ενώ αργότερα, σχετικά πρόσφατα, βιώσαμε κατάσαρκα το απύθμενο μίσος, τη διχόνοια, την απαξίωση και τον διαχωρισμό, ωσάν να είμασταν αφροαμερικανοί στις παλιές εποχές του αμερικάνικου Νότου. «Μπορεί κάλλιστα να πρέπει να μετανοήσουμε σε αυτή τη γενιά. Όχι μόνο για τα βίαια λόγια και τις βίαιες ενέργειες των κακών ανθρώπων, αλλά για την απαίσια σιωπή και την αδιαφορία των καλών ανθρώπων που κάθονται τριγύρω…», θυμόμαστε να διακηρύττει ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Επιτρέψαμε στην κοινωνία να κυριαρχήσει διάχυτα το πολιτικό ρουσφέτι, η αναξιοκρατία σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας, πλαστογραφήσαμε την μακραίωνα ιστορία μας, και κάνουμε κάθε τι για να καταργήσουμε σταδιακά τη γλώσσα μας χάριν της παγκοσμιοποίησης. Καταφέραμε να ανεχόμαστε και να υποχρεωνόμαστε κάποιες φορές κάθε τι παρά φύσιν ως απόλυτα φυσιολογικό για να μην κατηγορηθούμε λίαν επιεικώς ως αντιδραστικοί.
«Θα συναντήσουμε πολλούς μοναχικούς ανθρώπους την επόμενη εβδομάδα και τον επόμενο μήνα και τον επόμενο χρόνο. Και όταν μας ρωτήσουν πως είμαστε, μπορείτε να πείτε, θυμόμαστε. Εκεί θα νικήσουμε μακροπρόθεσμα. Και κάποια μέρα θα θυμηθούμε τόσα πολλά που θα φτιάξουμε το μεγαλύτερο φτυάρι στην ιστορία, θα σκάψουμε τον μεγαλύτερο τάφο όλων των εποχών και θα του βάλουμε πόλεμο και θα τον καλύψουμε», έλεγε κάπου στο προαναφερθέν μυθιστόρημα ‘Φαρενάιτ 451’ ο συγγραφέας του. Όμως εις τα καθ’ ημάς, η γενιά ετούτη απομακρύνεται από το προσκήνιο της ιστορίας, έχοντας εν τω μεταξύ κάνει παιδιά, κάποια από τα οποία ‘σκότωσαν’ τους γονείς τους ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στη ζωή, άλλοι κέρδισαν διαζύγια και τόσα άλλα που κατά καιρούς γνωρίσαμε. Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόμουν εκείνη τη μουντή μέρα με τη μαλακή βροχή που έπεφτε στα λουλούδια της μεγάλης βεράντας μου και συμβάδιζε παράλληλα με τις σκέψεις μου. «Σ’ ακούω να έρχεσαι/Φέρνεις τη μνήμη των άδειων ημερών/μαλλιά που δεν δόθηκαν σε προσφορά/ χέρι που δεν καταχτήθηκε/Μορφή θαμπή/τα μάτια μου βουρκώνουν/στο λαιμό μου χωνεύονται λυγμοί/που δεν πήρανε σώμα…», έγραφε σ’ ένα ποίημά του ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου πριν πολλά χρόνια στην ‘Αισθηματική Ηλικία’ του.
Η βροχή που προανέφερα δεν σταμάτησε όλη νύχτα!