Περίπου το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από άσθμα, με περισσότερα από 30 εκατομμύρια νέα περιστατικά να καταγράφονται ετησίως, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Χημείας Μαξ Πλανκ στη Γερμανία που διεξήχθη σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Φυσικής της Ατμόσφαιρας της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών, το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και το Πανεπιστήμιο Μονάς στην Αυστραλία.
Η έκθεση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό One Earth, έρχεται να ρίξει φως για πρώτη φορά εμπεριστατωμένα στη σχέση ανάμεσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση και τα νέα κρούσματα άσθματος σε παιδιά και ενήλικες, καθώς προηγούμενες μελέτες δεν είχαν δώσει σαφή αποτελέσματα.
Από αυτή τη μελέτη προκύπτει ότι η μόλυνση του αέρα και ειδικότερα τα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια (PM2.5) μπορεί να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση άσθματος.
Αφού ανέλυσαν δεδομένα από 22 χώρες – σε Βόρεια Αμερική, Δυτική Ευρώπη, Ανατολική και Νότια Ασία και Αφρική – με το συνολικό αριθμό συμμετεχόντων να αγγίζει τα 25 εκατ., και δημιούργησαν καμπύλες σχετικά με τα επίπεδα έκθεσης και τις επιπτώσεις τους, οι επιστήμονες κατέληξαν ότι η μακροχρόνια έκθεση σε PM2.5 εντείνει τον κίνδυνο άσθματος τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες και σχετίζεται με περίπου το 30% των περιπτώσεων άσθματος παγκοσμίως.
Μάλιστα, εκτιμάται ότι σχεδόν μία στις τρεις περιπτώσεις άσθματος που καταγράφηκε το 2019 μπορεί να αποδοθεί στην έκθεση στα σωματίδια, αριθμός που αντιστοιχεί σε 63,5 εκατ. περιπτώσεις εκ των οποίων 11,4 εκατ. νέες.
Η επικεφαλής της μελέτης Ρουιζίνγκ Νι, μιλώντας συγκεκριμένα για τα δεδομένα από τη Γερμανία, εξήγησε πως η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να ευθύνεται για το 11% των νέων κρουσμάτων άσθματος, που αντιστοιχεί σε 28.000 ανθρώπους και πρόσθεσε ότι ο κίνδυνος εκδήλωσης της πάθησης που σχετίζεται με τα PM 2,5 είναι πολύ υψηλότερος στα παιδιά από ότι στους ενήλικες εξαιτίας της μακροχρόνιας διαδικασίας ωρίμανσης του αναπνευστικού συστήματός τους.
Κατά συνέπεια, όπως αναφέρει η έρευνα, τα παιδιά ενδέχεται να είναι πιο ευάλωτα στην έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε οξειδωτικό στρες των αεραγωγών, φλεγμονή και υπερανταπόκριση, καθώς και ευαισθητοποίηση του αναπνευστικού σε αλλεργιογόνα, με τον πληθυσμό σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος να είναι περισσότερο ευάλωτος αφού παρατηρούνται υψηλότερες συγκεντρώσεις σωματιδίων.
«Τα ευρήματά μας – επισημαίνουν οι ερευνητές- υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη να επιβληθεί αυστηρότερη νομοθεσία από τους αρμοδίους χάραξης πολιτικής για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ενώ μέτρα προστασίας, όπως η χρήση μάσκας, μπορούν επίσης να συμβάλουν στη μείωση της ατομικής έκθεσης και στον μετριασμό του κινδύνου άσθματος».