Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η δημόσια συζήτηση για το νομοσχέδιο σχετικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία γίνεται, όπως ήταν αναμενόμενο, σε λάθος βάση. Σε μια δημοκρατία βέβαια, όλοι έχουν δικαίωμα στην άποψη. Από τον περιπτερά της γειτονιάς μου, μέχρι την Εκκλησία της Ελλάδος και εν προκειμένω την Εκκλησία της Κρήτης. Στην πραγματικότητα, η βαρύτητά τους είναι ακριβώς η ίδια. Με την διαφορά ότι ο περιπτεράς της γειτονιάς μου, παρότι διαφωνεί με το νομοσχέδιο, δεν μπορεί και δεν προσπαθεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Η Εκκλησία, αντιθέτως, προσπαθεί.
Με επίσημες ανακοινώσεις και ανεπίσημες διαρροές περί δυσαρέσκειας για την ήπια, αλλά ήδη προβληματική όπως είχα επισημάνει δήλωση του Αρχιεπισκόπου Ευγενίου, με διανομή εγκυκλίων στους ναούς ή ακόμα και με επιδίωξη για στήριξη από τους βουλευτές του Νησιού, η Εκκλησία της Κρήτης φαίνεται έτοιμη να περάσει στην πρώτη γραμμή των αντιδράσεων.
Δεν αρκείται δηλαδή στο να εκφράσει άποψη. Αν αρκούνταν, τότε όπως και με όλους τους υπόλοιπους που σπεύδουν να εκφέρουν γνώμη και μάλιστα παθιασμένη σχετικά με το πώς πρέπει να ζουν την ζωή τους οι άλλοι (χωρίς εντωμεταξύ αυτό να τους επηρεάζει στο παραμικρό), μονάχα μια σκέψη θα μου ερχόταν στο μυαλό: δεν μας νοιάζει (όπως άλλωστε και τους ίδιους δεν τους νοιάζει, φαντάζομαι, η δική μου θέση).
Μόνο που η Εκκλησία της Κρήτης, ανεπισήμως προς το παρόν, επιδιώκει να δημιουργήσει πρόβλημα στην ψήφιση του νομοσχεδίου. Δεν νομίζω ότι θα το πετύχει βέβαια, αλλά και πάλι η προσπάθεια είναι άξια σχολιασμού.
Πρώτον διότι φανερώνει μια μεγάλη αντίφαση: ενώ η Εκκλησία της Κρήτης έχει στην ηγεσία της έναν μετριοπαθή και προοδευτικό ιεράρχη, η ίδια συνολικά επιλέγει να κινηθεί σε πιο αναχρονιστικά και ακραία μονοπάτια. Προφανώς εδώ υπάρχουν κάποια εσωτερικά παιχνίδια εξουσίας, τα οποία ενδεχομένως να έχουν δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, αλλά όχι και τόσο ώστε να χαθεί η κεντρική στόχευση που δεν μπορεί να είναι άλλη από την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εν προκειμένω της ισότητας στον γάμο.
Δεύτερον, διότι επιβεβαιώνει ότι η Εκκλησία δύσκολα εκσυγχρονίζεται και ακόμα δυσκολότερα μαθαίνει από τα λάθη της. Οι αντιδράσεις της ιστορικά, σε μια σειρά ζητημάτων, από την θέσπιση πολιτικού γάμου, μέχρι τις ταυτότητες, αποδείχθηκαν υπερβολικές και λανθασμένες. Και εντούτοις, αντί για μια προσέγγιση ελαφράς αδιαφορίας, του στιλ “διαφωνούμε φυσικά αλλά δεν μας απασχολεί κιόλας, εφόσον εδώ μιλάμε για νομικές πράξεις και όχι θρησκευτικά μυστήρια”, επιλέγει υψηλούς τόνους, αντιεπιστημονικές θέσεις και ξεπερασμένα στερότυπα που την κρατούν περιχαρακωμένη σε ένα δεδομένο, όχι μικρό, μα ολοένα και πιο γερασμένο ακροατήριο. Και είναι κρίμα, την ώρα που ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης προσπαθεί να φέρει νέους ανθρώπους κοντά στην εκκλησία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης να κάνει ό,τι μπορεί για να τους διώξει.
Υ.Γ. Για τους βουλευτές, την κομματική πειθαρχία και τις στενές και εντελώς κοντόφθαλμες ζυγίσεις πολιτικού κόστους – οφέλους, σε άλλο κείμενο.