Λίγοι γνωρίζουνε το παρκάκι που βρίσκεται στις παρυφές του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, μερικές δεκάδες μέτρα μετά το μεγάλο δημοτικό πάρκινγκ και μια ανάσα απ΄ την περίφραξη της αρχαίας πολιτείας.
Σκιερό και δροσερό, γίνεται τόπος συνεύρεσης των λιγοστών περιοίκων και χώρος καταφυγής των μυημένων γονιών που κατοικούμε σ’ ετούτη τη μεριά της πόλης, σαν αναζητήσουμε έναν περιποιημένο κι ευχάριστο χώρο για να παίξουν τα παιδιά μας. Ενίοτε, παραπέφτει και κανένας επισκέπτης απ’ το πολύβουο πλήθος των χιλιάδων μουσαφίρηδων που καταφτάνουνε καθημερινά στα παλάτια του μυθικού Μίνωα, κι απολαμβάνει κι αυτός λίγες στιγμές δροσιάς κάτω από τα πεύκα και τους φίκους.
Σαν ετούτη την οικογένεια με τα δυο μικρούλια κοριτσάκια, που καταφτάσανε μόλις και μιλούνε ξενικά. Με ενθουσιασμό ξεχύνονται προς τις κούνιες, δώρο ανέλπιστο μετά την περιδιάβασή τους στα καψωμένα από τον μεσημεριανό ήλιο ερείπια, που αναστήλωσε κάποτε ο Έβανς κατά πώς του έκοψε τότε η εγγλέζικη κεφαλή του. Τα μικρά χειρονομούσανε ζωηρά, ζητώντας προφανώς απ’ τους γονείς τους να τους δώσουνε το πρώτο λίκνισμα στην κούνια, κι αυτοί ανταποκριθήκανε με ζέση.
Βρεθήκανε, το λοιπόν, έξι κοπελάκια, τέσσερα της δικής μας συντροφιάς και δυο ξενάκια, να συναγωνίζονται ποιο θ’ ανέβει πιο ψηλά και να τσιρίζουνε χαρούμενα. Η κούνια δεν κοιτά θρησκείες και πολιτισμούς, καταγωγές και γλώσσες· την ίδια χαρά προσφέρει σε όλα τα παιδιά του κόσμου κι ενίοτε και στους μεγάλους, σαν ξεπερνούμε την επιτηδευμένη μας σοβαροφάνεια.
Είχαμε φέρει για μεζέ λίγο σταφύλι σουλτανίνα· έκοψα δυο τσαμπιά και τα πρόσφερα στους ξένους γονείς. Μ’ ευχαριστήσανε ξαφνιασμένοι, μου χαρίσανε γι’ αντίδωρο δυο χαμόγελα και δυο ζευγάρια χαρούμενες ματιές κι έπειτα δώσανε το κέρασμα στα κοριτσάκια τους, που τσιμπολογήσανε με δίψα τις κεχριμπαρένιες ρώγες. Ντράπηκα που δε σκέφτηκα να κόψω εξαρχής τσαμπιά για όλους τους, κι έσπευσα να αποκαταστήσω την αδικία.
Δε μείνανε πολύ στο πάρκο. Σαν ετοιμάστηκαν να φύγουνε, ήρθαν τα κοριτσάκια και μ’ αποχαιρετήσανε, κουνώντας τα χεράκια τους και λέγοντάς μου κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα, που ηχούσε σαν «ευχαριστώ». Συνέχισαν να με κοιτάνε με τα σπινθηροβόλα μάτια τους και να μου κουνάνε τα χεράκια τους, μέχρι που βγήκαν απ΄ το πάρκο.
Σκέφτηκα κείνη την ώρα ότι σαν μεγαλώσουνε και γίνουνε γυναίκες, ίσως το μόνο που θα θυμούνται από το μέρος που λέγεται Ελλάδα, να είναι ένας άγνωστος να τις κερνά σταφύλι, επάνω σε μια κούνια.
Και θα ‘χουνε την πιο αμάλαγη ανάμνηση ετούτου εδώ του τόπου.