Το να παρακολουθούμε άφωνοι και συγκλονισμένοι ένα φαινόμενο το οποίο έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις δεν αρκεί. Τα αντανακλαστικά της κοινωνίας όχι μόνο δεν έχει έχουν κινητοποιηθεί αλλά μοιάζουν στάσιμα σε εποχές, νοοτροπίες και μία κουλτούρα περασμένων δεκαετιών.
Προσοχή, είναι λάθος η αίσθηση ή η αντίληψη ότι γυναικοκτονίες και γενικότερα περιστατικά κακοποίησης με θύματα γυναίκες είναι περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν.
Όχι πολλά χρόνια πριν, η γυναίκα διεκδικούσε ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία και περιστατικά βίας αντιμετωπίζονταν ως «πταίσματα» με το θύμα να αντιμετωπίζει μέχρι και το βάρος της ευθύνης για τους λόγους για τους οποίους κακοποιήθηκε.
Οι καταστάσεις έχουν αλλάξει αλλά όχι με τους ρυθμούς που απαιτούν οι σύγχρονοι καιροί. Η «ομερτά» που ακόμα επικρατεί σε κλειστές κοινωνίες αλλά και τα ταμπού για περιστατικά κακοποίησης γυναικών παραμένουν.
Για να αλλάξει το φαινόμενο και να μην είναι επί της ουσίας υποκριτικό το «σοκ» σε κάθε περίπτωση γυναικοκτονίας, οι κοινωνίες θα πρέπει να κινητοποιηθούν.
Οι οικογένειες θα πρέπει να «μπολιάσουν» τα παιδιά τους, αγόρια και κορίτσια, με την ανάγκη του σεβασμού και της ισότητας.
Εξάλλου, ο όρος «γυναικοκτονία» δεν είναι καινούργιος. Προσδιορίζει το έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο και δίνει έμφαση στην πρόθεση ή τον σκοπό της πράξης με θύματα γυναίκες επειδή είναι γυναίκες.
Το 1848, αυτός ο όρος δημοσιεύθηκε σε βρετανικό λεξικό νομικών όρων (Wharton’s) και η φεμινίστρια συγγραφέας Ντιάνα Ράσελ ήταν το πρώτο πρόσωπο που καθόρισε και διέδωσε αυτόν τον όρο στη σύγχρονη εποχή, το 1976.