Το 1951 η Ελένη Παπαχρήστου Σκούρα, νομικός στο επάγγελμα και ήδη γνωστή από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή, ως Πρόεδρος της Στέγης της Φαλαγγιτίσσης και της Φανέλλας του Στρατιώτου, ανέλαβε το τμήμα γυναικών της παράταξης του Ελληνικού Συναγερμού στην Θεσσαλονίκη, ενόψει της παροχής του δικαιώματος του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις γυναίκες.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1952 πέθανε ο τοπικός βουλευτής του εκλεγμένου κόμματος Παπάγου και καθότι δεν υπήρξε επιλαχών βουλευτής να τον αντικαταστήσει (οι εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952 είχαν διενεργηθεί με το πλειοψηφικό σύστημα) αναγκαστικά τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αναπληρωματική εκλογή.
Στις 18 Ιανουαρίου 1953, η Ελένη Παπαχρήστου Σκούρα (με το επώνυμο του συζύγου της ως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή) ορίζεται υποψήφια του Ελληνικού Συναγερμού, η Βιργινία Ζάννα υποψήφια με το φιλελεύθερο ΕΠΕΚ, ενώ η ΕΔΑ αποφάσισε, να παίξει με υποψήφιο τον Ιωάννη Πασαλίδη «δίνοντας στην συμπρωτεύουσα σοβαρή πολιτική μάχη», όπως αναφέρεται σε γραφές, κάτι που αν σήμερα μας ακούγεται αρκετά περίεργα και άκομψο ως «πολιτική διάλεκτος», εκείνη την εποχή η συμμετοχή γυναικών στον δημόσιο διάλογο, πόσο μάλλον σε κέντρα λήψης αποφάσεων, ακουγόταν εξίσου περίεργο και σε περιπτώσεις φαιδρό στα αυτιά της πλειοψηφία των ψηφοφόρων, στην πλειοψηφία των αντρών ψηφοφόρων κυρίως.
Στις 31 Ιανουαρίου 1953 η Ελένη Παπαχρήστου Σκούρα, πρώτη σε ψήφους με 33,62%, ορκίζεται η πρώτη «κυρία βουλευτίδα», όπως αποκαλέστηκε από τον τότε Πρόεδρο της Βουλής, και παρέμεινε στα έδρανα της Βουλής έως και το 1956.
Η υποψηφιότητα και η εκλογή της Ελένης Παπαχρήστου Σκούρα ήταν πρώτη ουσιαστική πραγμάτωση των γυναικείων αγώνων υπέρ της ισονομίας και της ισοτιμίας των δύο φύλων, ιδιαίτερα όταν αναλογισθούμε ότι το ΠΔ για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες εκδόθηκε μόλις στις 5 Φεβρουαρίου του 1930 και μόνο για τις εκλογές στην τοπική αυτοδιοίκηση, με δικαίωμα ψήφου μόνο στις γυναίκες άνω των 30 ετών που διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού (τις θεωρητικά εγγράμματες της εποχής εκείνης). Αυτή η συνθήκη επέτρεψε σε μόλις 2.655 Κυρίες να γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας, από τις οποίες ψήφισαν μόλις οι 439.
Οι εκλογές του 1953, ήταν η πρώτη φορά που οι γυναίκες ψήφισαν σε εθνικό επίπεδο, με τραγελαφικό το γεγονός ότι το δικαίωμα στην «καθολική ψηφοφορία» είχε και ουσιαστικά και νομικά κατοχυρωθεί μέσω του Συντάγματος του 1864 με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες.
Εκείνη η πρώτη γυναικεία εκπροσώπηση μας στα Βουλευτικά έδρανα, με τις επιτυχίες της Βουλεύτριας Παπαχρήστου Σκούρα, σε σχέση με τις ανάγκες της εποχής εκείνης, οδήγησε στην πλήρη κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών, όταν το 1975 με αναθεώρηση στο Σύνταγμα της χώρας μας καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δύο φύλλων. Ακολούθησε το άρθρο 3 του ν.3636/2008 που προβλέπει πλέον ότι η εκπροσώπηση και των δύο φύλων στους συνδυασμούς των κομμάτων θα ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 1/3 του συνολικού αριθμού των υποψηφίων τους, αντιστοίχως σε όλη την Επικράτεια.
Το 2004 στην Ελληνική Βουλή εξελέγησαν 40 γυναίκες, το 2009 εξελέγησαν 52 γυναίκες, το 2019 εξελέγησαν 62 γυναίκες και στις πρόσφατες εκλογές του 2023 εξελέγησαν και αναλαμβάνουν έργο 71 γυναίκες βουλεύτριες εκπρόσωποι μας.
Ανοδικό, λοιπόν, αποδεικνύεται έως τώρα το ποσοστό των γυναικών που μας εκπροσωπούν και προσβλέπουμε σε μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών αιρετών στις επόμενες δεκαετίες, καθώς η ανάγκη για μεγαλύτερη πολιτική εκπροσώπηση είναι διαχρονική, ενώ τα γυναικεία θέματα και τα αιτήματα που αφορούν τις γυναίκες και την κοινωνία παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεπίλυτα.
Βασικό θέμα, άλλωστε, παραμένει η ατζέντα και οι προτεραιότητες κάθε κυβέρνησης και εάν τα οικογενειακά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα που αντιμετωπίζουν κυρίως οι γυναίκες, και πάλι διαχρονικά, βρίσκονται ή όχι σε υψηλή θέση στην ημερησία διάταξη.
Οι γυναίκες δεν είμαστε μειοψηφία, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουμε περισσότερο από το ήμισυ της ανθρωπότητας και σε ανάλογους αριθμούς αντιπροσωπεύουμε το σώμα ψηφοφόρων στην χώρα μας, σύμφωνα με τις πρόσφατες στατιστικές αναλύσεις.
Η πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών είναι ένα πολύ σοβαρό απαιτούμενο στην σύγχρονη εποχή με πολλές και σημαντικές παραμέτρους. Η ολοένα και μεγαλύτερη εκπροσώπηση μας στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι επιτακτική, καθώς η κοινωνία έχει αλλάξει και συνεχίζει να αλλάζει αναδεικνύοντας νέα ζητήματα, νέες προκλήσεις, σε όλους του τομείς, που παγκοσμίως οι ανδροκρατούμενες σε πλειοψηφικό αριθμό κυβερνητικές και βουλευτικές έδρες προσπαθούν μεν να ανταποκριθούν, δυσκολεύονται δε, καθώς η συνήθης οπτική γωνία και η ξύλινη ανάλυση και αντιμετώπιση των δεδομένων και η υπαρκτή σε πολλές περιπτώσεις προκατάληψη θέτουν παρωπίδες που μειώνουν την οπτική εμβέλεια των αντιπροσώπων μας στα έδρανα και ατροφούν και βάζουν στην άκρη τις ζωτικές προτεραιότητες στην ατζέντα και τις πιθανές λύσεις στα ζητήματα που αφορούν τον μεγάλο πληθυσμό ανάμεσα μας.
Το 1951 η πρώτη γυναίκα βουλεύτρια άνοιξε τον δρόμο, το 2023 μέσα από τον πρώτο γύρο των εκλογών 71 γυναίκες καλούνται να προάγουν ψηλά στη συζήτηση και να διορθώσουν όσα ζητήματα έχουν να κάνουν με την ασφάλεια των γυναικών και των παιδιών τους, με την πάταξη της ενδοοικογενειακής και όχι μόνο βίας, με την πάταξη του εκφοβισμού και της παρενόχλησης στα σχολεία και στον εργασιακό χώρο, με τις απειλές που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή, με ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας και ασφαλούς βιοπορισμού, με το εξίσου σοβαρό ζητούμενο της συμπερίληψης, με θέματα υγειονομικής και ασφαλιστικής κάλυψης, με την νομική και ουσιαστική κατοχύρωση των πολύ βασικών όρων στις ζωές όλων μας, με λίγα λόγια οι νέες βουλεύτριες και όσες ακολουθήσουν τις επόμενες δεκαετίες καλούνται να ασχοληθούν και να επιλύσουν τα ζητήματα αυτά που ακόμη και σήμερα, αν και έχουν γίνει αρκετά βήματα προς την σωστή κατεύθυνση, ταλανίζουν πολλές γυναίκες και τις οικογένειες τους ανάμεσα μας.
Καλούνται να κάνουν πράξη όσα οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν κατάφεραν και όσα οι γυναίκες αντιπρόσωποι με την υποψηφιότητα τους και την παρουσία τους στα πολιτικά δρώμενα δήλωσαν ότι εκπροσωπούν.
Και οι 71 Κυρίες της νέας Βουλής, από όλες τις εκπροσωπούμενες παρατάξεις και από τα επιτελεία τους καλούνται να πραγματοποιήσουν τα αυτονόητα.
Οι αγώνες των προκατόχων τους αποτελούν παρακαταθήκη και υποχρέωση, στην τελική.