Ενόψει της φθινοπωρινής και χειμερινής περιόδου, που βρίσκονται προ των πυλών, οι συζητήσεις για τις αναπνευστικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη και η COVID-19 βρίσκονται και πάλι στο προσκήνιο, με τις προσπάθειες και τα μέτρα προστασίας να εντείνονται. Καθώς οι ειδικοί επαναλαμβάνουν την ανάγκη του τακτικού εμβολιασμού, αναζητούν παράλληλα και άλλους τρόπους να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης των αναπνευστικών λοιμώξεων μεταξύ των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκείνων που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και κινδυνεύουν περισσότερο από τις συνέπειες μιας πιθανής νόσησης.
Τη λύση σε αυτή την αναζήτηση ήρθαν να δώσουν Ιάπωνες ερευνητές, οι οποίοι ανακάλυψαν μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ της θερμοκρασίας του σώματος και της άμυνας ενάντια στις ιογενείς λοιμώξεις. Η ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι η αυξημένη ευαισθησία ατόμων όπως οι ηλικιωμένοι εξηγείται εν μέρει εξαιτίας της χαμηλότερης θερμοκρασίας σώματος που χαρακτηρίζει αυτή την ομάδα ανθρώπων. Η μελέτη ρίχνει, παράλληλα, φως στον κρίσιμο ρόλο που παίζει η μικροχλωρίδα του εντέρου στην ενίσχυση του οργανισμού έναντι ιών όπως η γρίπη και ο SARS-CoV-2, όταν η θερμοκρασία του σώματος υπερβαίνει τους 38 βαθμούς Κελσίου. Τα νέα ερευνητικά συμπεράσματα δημοσιεύονται στο Nature Communications.
Διεξάγοντας πειράματα για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, η ερευνητική ομάδα εξέθεσε ποντίκια σε διαφορετικές συνθήκες θερμοκρασίας, πριν τα προκαλέσει με τον ιό της γρίπης. «Τα ποντίκια που εκτίθενται σε υψηλή θερμοκρασία αυξάνουν τη βασική θερμοκρασία του σώματός τους πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου, με αποτέλεσμα να παράγουν περισσότερα χολικά οξέα, επηρεάζοντας τη μικροχλωρίδα του εντέρου», εξήγησε ο δρ. Takeshi Ichinohe, από το Τμήμα Ιογενών Λοιμώξεων.
Τα ποντίκια με τις υψηλότερες θερμοκρασίες σώματος εμφάνισαν αξιοσημείωτη αντίσταση στις αυξανόμενες δόσεις του ιού, σε έντονη αντίθεση με όσα εκτέθηκαν στο κρύο, τα οποία αντιμετώπισαν σοβαρές επιπτώσεις. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι ένα συγκεκριμένο συστατικό από τη μικροχλωρίδα του εντέρου, το δεοξυχολικό οξύ (DCA), σε συνδυασμό με τον υποδοχέα TGR5, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της αντίστασης έναντι του ιού της γρίπης, η οποία αποδόθηκε στη μείωση της αναπαραγωγής του ιού και την πρόληψη της βλάβης των ιστών. Τα ευρήματά τους, μάλιστα, παρέμειναν σταθερά ακόμη και όταν ο ιός της γρίπης αντικαταστάθηκε με τον ιό SARS-CoV-2.
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση που κατέγραψε η ομάδα μελέτης ήταν ότι τα μολυσμένα με τον ιό ποντίκια στριμώχνονταν μεταξύ τους για να ζεσταθούν, επικυρώνοντας ότι οι αυξημένες θερμοκρασίες του σώματος θα μπορούσαν πράγματι να ενισχύσουν την αντίσταση στις ιογενείς λοιμώξεις. Επιπλέον, η έρευνα τόνισε τον ρόλο ορισμένων χολικών οξέων στην ανοσολογική απόκριση έναντι αυτών των ιών. Η μελέτη υποδηλώνει ότι οι υψηλές θερμοκρασίες του σώματος ενεργοποιούν τη μικροχλωρίδα του εντέρου, οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα χολικού οξέος, τα οποία με τη σειρά τους καταστέλλουν την αναπαραγωγή του ιού και τις φλεγμονώδεις αποκρίσεις που παρατηρούνται συχνά με τη λοίμωξη από τη γρίπη ή τον SARS-CoV-2.