Σοβαρή απειλή για τη γερμανική οικονομία συνιστά το πάγωμα του προγράμματος δημοσίων δαπανών που σχεδίαζε η γερμανική κυβέρνηση, η συνοχή της οποίας δοκιμάζεται μετά το δημοσιονομικό φρένο του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για 60 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η τρικομματική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, αναζητά πυρετωδώς τρόπους να καλύψει το κενό των 60 δισεκατομμυρίων ευρώ που προέκυψε μετά την πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου να ακυρώσει τη μεταφορά του αδιάθετου αυτού ποσού από το «Ταμείο αντιμετώπισης της Πανδημίας», στο νέο «Ταμείο για το Κλίμα και το Μετασχηματισμό». Η γερμανική κυβέρνηση προόριζε τα 60 δισεκατομμύρια που θα αντλούσε από δανεισμό για τη χρηματοδότηση άλλων αναπτυξιακών προγραμμάτων, τα οποία τώρα παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες.
Το υπουργείο Οικονομικών του φιλελεύθερου υπουργού, Κρίστιαν Λίντνερ, επέβαλε σε όλα τα υπουργεία πάγωμα των νέων δαπανών, πλην εκείνων που ήδη υλοποιούνται. Με έγγραφο του υφυπουργού Οικονομικών, Βέρνερ Γκάτσερ, ενημερώθηκαν όλα τα υπουργεία ότι απαγορεύεται η ανάληψη υποχρεώσεων που συνεπάγονται δαπάνες για τα επόμενα έτη. Η απαγόρευση αφορά τις δαπάνες για τη χρηματοδότηση έργων από το «Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό» της οικονομίας, αλλά και τις δαπάνες από το «Ταμείο για Σταθεροποίηση της Οικονομίας», το οποίο συστάθηκε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που ενέσκηψε εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
Απειλή ύφεσης για τη γερμανική οικονομία
Στον ορίζοντα διαγράφεται πλέον ο κίνδυνος ύφεσης της γερμανικής οικονομίας. Ο «πράσινος» υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, διαπιστώνει ότι «αυτή η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αφορά κάποια επιφανειακά και περιθωριακά προγράμματα για το κλίμα, αντίθετα έχει ήδη συνέπειες για όλους. Με την απόφαση αυτή θα μειωθεί η οικονομία της Γερμανίας», προβλέπει ο Χάμπεκ.
Χωρίς τα 60 δισεκατομμύρια που λείπουν πλέον από τα δημόσια ταμεία, παγώνουν, ή ακυρώνονται τα σχέδια της τρικομματικής κυβέρνησης Σολτς για την οικολογική μετάλλαξη της γερμανικής οικονομίας και το πέρασμα στην ψηφιοποίηση. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι υποδομές δικτύων για το υδρογόνο, ενώ οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος αναμένεται να πάρουν πάλι την ανιούσα. Θα λείψουν επίσης τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση μονάδων κατασκευής μπαταριών για την ηλεκτροκίνηση καθώς επίσης και μονάδες παραγωγής μικροτσίπ, ώστε να αποτραπεί η μονομερής εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από άλλες χώρες, όπως την Κίνα.
«Επικρατεί μία μεγάλη αβεβαιότητα, η οποία είναι δηλητήριο για την ανάπτυξη της οικονομίας», διαπιστώνει ο Στέφαν Κοτς, οικονομολόγος του «Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία». Οι επιλογές που έχει η κυβέρνηση είναι άκρως προβληματικές.
Έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει ένα δραστικό πρόγραμμα περικοπών, να αυξήσει τους φόρους, ή να αναζητήσει διεξόδους για περισσότερο δανεισμό, επισημαίνουν οι ειδικοί.
Ωστόσο, δεν διαφαίνεται άμεση λύση, καθώς, ο καθένας από τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους έχει τις δικές του «κόκκινες γραμμές»: Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι αποκλείουν τις δραστικές περικοπές, οι κεντρώοι Φιλελεύθεροι αποκλείουν την επιβολή νέων φόρων και την άρση «φρένου χρέους».