Ικανοποιημένοι εμφανίστηκαν στις δηλώσεις τους μετά τη συνάντησή τους στην Άγκυρα οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιώργος Γεραπετρίτης και Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, που σε μια τετ α τετ συνομιλία άνω των δύο ωρών, επιχείρησαν να χαράξουν ένα κοινό χρονοδιάγραμμα αλλά και τις «κόκκινες γραμμές» στον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Άλλωστε, βασικός σκοπός των συνομιλιών ήταν η προετοιμασία της συνάντησης που έχει προγραμματιστεί για τις 18 Σεπτεμβρίου μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη.
Οι δύο υπουργοί, ως άτομα απολύτου εμπιστοσύνης των δύο ηγετών, συζήτησαν λεπτομέρειες για τα επόμενα βήματα, αλλά και το πλαίσιο διαλόγου των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χωρίς να ανακοινώσουν περαιτέρω λεπτομέρειες.
Άλλωστε, ο κ. Γεραπετρίτης αναφέρθηκε στον ρόλο που ανέθεσαν ο κ. Μητσοτάκης αλλά και ο κ. Ερντογάν στον ίδιο και στον κ. Φιντάν. «Στο Βίλνιους της Λιθουανίας, οι ηγέτες των δύο χωρών συμφώνησαν να ξαναπιάσουν το νήμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να προωθήσουν τη μεταξύ μας συνεργασία. Και ανέθεσαν σε εμάς, τους υπουργούς Εξωτερικών, να αναλάβουμε την πολιτική καθοδήγηση της διαδικασίας αυτής», διευκρίνισε.
Η αρχή του δίκαιου διαμοιρασμού
Ο Χακάν Φιντάν επανέλαβε τη θέση της Άγκυρας όσον αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο. «Ως Τουρκία υποστηρίζουμε πάντα την αρχή του δίκαιου διαμοιρασμού», είπε κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε την πάγια θέση της Τουρκίας, που θεωρεί ότι στο πλαίσιο του δίκαιου διαμοιρασμού, όλοι θα πρέπει να αποκτήσουν τους φυσικούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου, να τους διαμοιραστούν και να επωφεληθούν από τον πλούτο.
Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο προκάτοχός του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που είχε ταχθεί υπέρ του δίκαιου διαμοιρασμού και είχε διαμηνύσει ότι «δεν είναι δυνατόν να μην αντιδράσουμε απέναντι στις προσπάθειες να μας φυλακίσουν στον Κόλπο της Αττάλειας».
Ωστόσο, η συγκεκριμένη αρχή κρύβει «αγκάθια» για την ελληνική πλευρά, καθώς συνδέεται ευθέως με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι το Καστελόριζο και το σύμπλεγμα της Μεγίστης θα πρέπει να τύχουν διαφορετικής μεταχείρισης από τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, καθώς απέχει ελάχιστα από τις τουρκικές ακτές, που έχουν πολύ μεγαλύτερο μήκος, ενώ παράλληλα, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τις ελληνικές ακτές.
Η πάγια ελληνική θέση είναι ότι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας είναι ανοιχτό. Ωστόσο, η οριοθέτησή της θα πρέπει να γίνει ενιαία και σε όλο το εύρος, καλύπτοντας την περιοχή από τη Θράκη έως το Καστελόριζο.
«Να αποσυμπιέζουμε εντάσεις ώστε να προλαμβάνουμε εν δυνάμει επικίνδυνες καταστάσεις»
Από την πλευρά του, ο κ. Γεραπετρίτης έδωσε έμφαση στο καλό κλίμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των δύο χωρών, που στηρίζεται στην αμοιβαία κατανόηση και τον σεβασμό και διατηρεί ανοιχτό έναν απευθείας δίαυλο επικοινωνίας «που επιτρέπει την αποκλιμάκωση κρίσεων και τη θέση γερών βάσεων για τις συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα μεταξύ μας».
Σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό, στόχος της Αθήνας είναι οι διμερείς σχέσεις στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και ιδίως του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, αλλά και με στόχο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και της φιλικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών.
Για το Κυπριακό προχώρησε σε μία λακωνική αναφορά, η διατύπωση της οποίας ενδεχομένως να μην ικανοποιήσει πλήρως τη Λευκωσία. «Οι θέσεις μας είναι γνωστές. Κρίσιμο και αναγκαίο βήμα είναι η άμεση επανεκκίνηση των συνομιλιών», περιορίστηκε να πει.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Γεραπετρίτης περιέγραψε την αποστολή του ίδιου αλλά και του ομολόγου του. «Αυτή ακριβώς είναι η αποστολή μας: Πρώτον, να επιλύουμε τα θέματα αιχμής που ανακύπτουν μεταξύ των χωρών μας και να αποσυμπιέζουμε εντάσεις, ώστε να προλαμβάνουμε εν δυνάμει επικίνδυνες καταστάσεις», τόνισε.
Οι ημερομηνίες – ορόσημα
Κομβικό σημείο στις σχέσεις των δύο πλευρών είναι η επικείμενη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο. Η συνάντηση, όπως ανακοινώθηκε, θα γίνει στις 18 Σεπτεμβρίου, στη Νέα Υόρκη.
Θα πρόκειται για τη δεύτερο τετ-α-τετ του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν σε διάστημα δύο μηνών, μετά την προηγούμενη κατ’ ιδίαν συνάντησή τους στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Στις 16 Οκτωβρίου, θα ξεκινήσει ο πολιτικός διάλογος της Ελλάδας με την Τουρκία. Την ευθύνη για την έναρξή του θα αναλάβει από ελληνικής πλευράς η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Ο οδικός χάρτης περιλαμβάνει επίσης και το επίπεδο της εφαρμογής και ενίσχυσης των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) που θα αρχίσει το προσεχές διάστημα, όπως και το στάδιο της προώθησης θετικής ατζέντας, από τον αρμόδιο υφυπουργό Κώστα Φραγκογιάννη, με στόχο να υπάρξει συνεργασία σε τομείς όπως ο τουρισμός, οι επενδύσεις, η γεωργία, το εμπόριο, η ναυτιλία, η κλιματική κρίση.
Στη συνέχεια, είπε ο κ. Γεραπετρίτης, προγραμματίζεται η διοργάνωση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, με τη συμμετοχή των αρμόδιων υπουργών και από τις δύο χώρες. Η διοργάνωση θα είναι η πρώτη μετά από 7 χρόνια και έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί στη Θεσσαλονίκη. Αν και αρχικά το συμβούλιο προγραμματιζόταν για τα τέλη του Νοεμβρίου, τώρα, σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, θα διεξαχθεί έως το τέλος του έτους.
Επόμενο βήμα η συνάντηση των δύο ηγετών στη Νέα Υόρκη
Η επίσκεψη του κ. Γεραπετρίτη στην Άγκυρα ήταν το τελευταίο βήμα πριν την κομβική συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον κ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, καθώς προσπάθησαν να ετοιμάσουν το έδαφος και να καθορίσουν την ατζέντα ώστε το τετ α τετ στις 18 Σεπτεμβρίου να μην αποδειχθεί κενό περιεχομένου.
Στόχος των δύο υπουργών είναι να παρουσιάσουν στους ηγέτες των δύο χωρών ένα ομοιογενές πακέτο, για το οποίο θα υπάρξουν δυνατότητες σύγκλισης, όπως είχε αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» έμπειρος διπλωματικός παράγοντας, αλλά και την ευκαμψία της άλλης πλευράς, που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ουσιαστική έναρξη του διαλόγου.
Πλέον, μετά και τη θετική συνάντηση των δύο ηγετών στο Βίλνιους στις 12 Ιουλίου, οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν θα συζητήσουν για την εξέλιξη της διαδικασίας προσέγγισης, με τελικό σκοπό να διερευνήσουν το περιθώριο επίλυσης των διμερών διαφορών.