Νέο κύμα ιογενών λοιμώξεων παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα μας, μετά την υποχώρηση του κορονοϊού και της γρίπης. Ανάμεσα σε αυτές που αυξάνονται βρίσκονται οι ιογενείς γαστρεντερίτιδες που είναι γνωστές και ως «γρίπη στο στομάχι».
Οι ιογενείς γαστρεντερίτιδες προκαλούνται από διάφορους ιούς (ροταϊούς, νοροϊούς, αδενοϊούς, σαποϊούς, αστροϊούς) και είναι πολύ συχνές. Μόνο οι νοροϊοί, που είναι η πιο συχνή αιτία τους (ευθύνονται για το σχεδόν 50% των κρουσμάτων), προκαλούν κάθε χρόνο οξεία γαστρεντερίτιδα σε τουλάχιστον ένα στα 20 άτομα στον γενικό πληθυσμό.
«Οι ιοί που προκαλούν γαστρεντερίτιδα μολύνουν μόνο ανθρώπους και προκαλούν παρόμοια συμπτώματα», εξηγεί η ειδική Παθολόγος δρ Χρυσούλα Λιάκου, MD, PhD. «Τα κύρια είναι διάρροια και έμετος. Ωστόσο οι πάσχοντες μπορεί να παρουσιάσουν και άλλα, όπως ναυτία, πονοκέφαλο, πόνο και κράμπες στην κοιλιά, μυϊκούς πόνους. Σε σπάνιες περιπτώσεις αναπτύσσεται πυρετός, ο οποίος συνήθως είναι χαμηλός».
Η γαστρεντερίτιδα προκαλεί φλεγμονή στο στομάχι και στα έντερα, με τον οργανισμό να ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του εμέτου και της διάρροιας για να απαλλαγεί από τον υπαίτιο ιό.
«Η μόλυνση ενός ατόμου μπορεί να συμβεί από την κατανάλωση τροφίμων ή ροφημάτων που παρασκευάζονται σε κακές συνθήκες υγιεινής, καθώς και μέσω της επαφής με μολυσμένες επιφάνειες. Μπορεί επίσης να μεταφερθεί και από άτομο σε άτομο, αφού οι ιοί αποβάλλονται με τη διάρροια και τον έμετο. Γι’ αυτό έχει ζωτική σημασία να τηρούνται σχολαστικά οι κανόνες υγιεινής, με πολύ καλό σαπούνισμα των χεριών και απολύμανση των επιφανειών με χλωρίνη μετά από κάθε διάρροια και έμετο. Απαραίτητο είναι επίσης το καλό σαπούνισμα των χεριών πριν από την προετοιμασία και την κατανάλωση φαγητού», τονίζει η δρ Λιάκου.
«Οι ιοί που προκαλούν γαστρεντερίτιδα επιβιώνουν έως και 72 ώρες στις επιφάνειες. Επιπλέον, ένας ασθενής είναι μεταδοτικός από τη στιγμή που αρχίζει να νιώθει άρρωστος έως τουλάχιστον τρεις ημέρες μετά την ανάρρωσή του», εξηγεί. «Τα συμπτώματα κατά κανόνα αρχίζουν 1-2 μέρες μετά τη μόλυνση. Συνήθως διαρκούν 1-2 μέρες, αλλά μπορεί να επιμείνουν περισσότερο, αναλόγως με τον ιό που προκαλεί τη γαστρεντερίτιδα. Επειδή όμως οι ιοί αυτοί είναι πολύ μεταδοτικοί, συνιστάται στους ασθενείς όλων των ηλικιών να παραμένουν στο σπίτι έως ότου περάσουν 48 ώρες χωρίς συμπτώματα».
Η οξεία γαστρεντερίτιδα συνήθως είναι καλοήθης κατάσταση. Ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού που είναι ευάλωτες στην αφυδάτωση. Είναι η πιο συχνή επιπλοκή της και παρατηρείται σε άτομα που δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα υγρά και τους ηλεκτρολύτες που χάνουν με τις διάρροιες και τους εμέτους.
«Όλοι χάνουμε διαρκώς υγρά μέσω της αναπνοής, της εφίδρωσης, της ούρησης και της αφόδευσης. Οι περισσότεροι υγιείς άνθρωποι ρυθμίζουν πολύ καλά τα επίπεδα νερού στο σώμα τους, μέσω της διατροφής. Ωστόσο τα βρέφη και τα μικρά παιδιά (ηλικίες κάτω των 5 ετών), οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, καθώς και όσοι έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό (ανοσοκατεσταλμένοι) δυσκολεύονται αρκετά», αναφέρει η δρ Λιάκου.
Τα βρέφη, π.χ., έχουν χαμηλό βάρος σώματος και είναι ευαίσθητα ακόμα και στις μικρές απώλειες υγρών, προσθέτει. Αντίστοιχα, οι ηλικιωμένοι μπορεί να μην αντιληφθούν ότι χρειάζονται περισσότερα υγρά γιατί έχουν αφυδατωθεί.
Η αφυδάτωση δεν χρειάζεται τεράστιες απώλειες υγρών για να αναπτυχθεί, ούτε μπορεί να αποτραπεί με γνώμονα το αίσθημα της δίψας (η δίψα εκδηλώνεται αφού αρχίσει η αφυδάτωση).
Μελέτες έχουν δείξει πως η αφυδάτωση αρχίζει να προκαλεί συμπτώματα όταν χάσουμε μόλις το 1% του νερού από το σώμα μας. Στα πιθανά συμπτώματα περιλαμβάνονται αρνητικές συνέπειες στην ψυχική διάθεση, την ικανότητα προσοχής, τη μνήμη και τον συντονισμό των κινήσεων. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν ξηρότητα στο στόμα, αλλαγή στο χρώμα των ούρων (γίνονται πιο σκούρα από το συνηθισμένο) κ.λπ.
Αν η αφυδάτωση δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως και σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε πολυοργανικές βλάβες, σοκ και κώμα. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή.
«Όποιος έχει ιογενή γαστρεντερίτιδα, πρέπει να πίνει άφθονα υγρά (περισσότερα από το συνηθισμένο) για να αποφύγει την αφυδάτωση. Τα υγρά αυτά μπορεί να είναι σκέτο νερό, αλλά και κάποιος φρουτοχυμός, λίγο τσάι ή/και ζωμός», τονίζει η ειδικός. «Αν μπορεί να φάει, ένα τσάι με ζάχαρη και άσπρη φρυγανιά μπορεί να βοηθήσουν στην αναπλήρωση των ηλεκτρολυτών. Αν, όμως, αρχίσει ο ασθενής να αναπτύσσει αφυδάτωση, μπορεί να χρειαστεί διαλύματα ηλεκτρολυτών από το φαρμακείο».
Αν ένας ενήλικας εκδηλώσει συμπτώματα ύποπτα για σοβαρή αφυδάτωση (όπως επίμονη ζάλη, σημαντική μείωση ή και διακοπή της ούρησης, απώλεια συνείδησης) είναι απαραίτητη η άμεση ιατρική συμβουλή. Το ίδιο ισχύει, όμως, και αν έχει διάρροια ή έμετο με αίμα, συνεχείς εμέτους που καθιστούν αδύνατη την πρόσληψη υγρών ή πυρετό πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου.
Η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη και αν τα συμπτώματα της γαστρεντερίτιδας δεν βελτιωθούν σε 1-2 μέρες ή αν ο ασθενής έχει ιστορικό ταξιδιού τις τελευταίες εβδομάδες σε αναπτυσσόμενη χώρα. Όσοι εξάλλου πάσχουν από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα όπως νεφροπάθεια, φλεγμονώδη πάθηση του εντέρου ή ανοσοκαταστολή, πρέπει να επικοινωνούν με τον γιατρό τους με το πρώτο ύποπτο σύμπτωμα γαστρεντερίτιδας.
Για τα μικρά παιδιά με γαστρεντερίτιδα, η ιατρική συμβουλή καλό είναι να λαμβάνεται με τα πρώτα συμπτώματα, ώστε ο παιδίατρος που γνωρίζει το ιστορικό τους, να δώσει εξατομικευμένες οδηγίες.
«Οποιοσδήποτε μπορεί να νοσήσει από ιογενή γαστρεντερίτιδα. Τα κρούσματα μπορεί να είναι μεμονωμένα ή, συνηθέστερα, συρροές περιστατικών σε χώρους όπου υπάρχει συγχρωτισμός πολλών ανθρώπων, όπως στους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, τα σχολεία, τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ακόμα και τα κρουαζιερόπλοια», επισημαίνει η δρ Λιάκου.
«Ευτυχώς η πρόγνωση κατά κανόνα είναι καλή και η νόσος υποχωρεί μόνη της, ακόμα και αν οφείλεται σε νοροϊούς που συχνά προκαλούν σοβαρή διάρροια. Ο ασθενής όμως χρειάζεται καλή ενυδάτωση, προσεγμένη διατροφή και άφθονη ξεκούραση έως ότου αναρρώσει» καταλήγει.