Την «καυτή πατάτα» των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, που επιβαρύνουν κάθε χρόνο με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ τους καταναλωτές, καλείται να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση εν μέσω ακρίβειας αλλά και δημοσιονομικών κινδύνων, καθώς μία μεγάλη απώλεια εσόδων από πιθανή μείωση των συντελεστών θα πρέπει να καλυφθεί από άλλα ισοδύναμα μέτρα.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι οι έμμεσοι φόροι ξεκάθαρα είναι πιο άδικοι σε σύγκριση με τους άμεσους. Για παράδειγμα όταν κάποιος αγοράσει ένα προϊόν το οποίο επιβαρύνεται με συντελεστή ΦΠΑ 24%, ο πωλητής δεν εξετάζει την φορολογική δήλωσή του για να τον επιβαρύνει αναλογικά με τον συγκεκριμένο έμμεσο φόρο, αλλά εισπράττει επί της πωλούμενης τιμής ένα ποσό που είναι ίδιο τόσο για κάποιον που μπορεί να δηλώνει στην εφορία 500 ευρώ όσο και για εκείνον που δηλώνει 100.000 ευρώ.
Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης
Το ίδιο συμβαίνει και με τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης στα καύσιμα, στα ποτά και στα τσιγάραπου μαζί με τον ΦΠΑ αποτελούν σχεδόν το σύνολο των έμμεσων φόρων που εισπράττει κάθε χρόνο το κράτοςκαι ανέρχονται συνολικά σε περίπου 28,5 δισ. ευρώδηλαδή 52% επί των συνολικών εσόδων του κράτους από φόρους, που το 2022 ανήλθαν σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σε 54,7 δισ. ευρώ.
Οι έμμεσοι φόροι διαχρονικά καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να εντοπίσει και να φορολογήσει δίκαια τα πραγματικά εισοδήματα πολιτών και επιχειρήσεων. Γιατί αν τα έσοδα του κράτους μπορούσαν να εξασφαλιστούν από τουςάμεσους φόρους τότε δεν θα χρειαζόταν η επιβολή των έμμεσων φόρων. Όμως πουθενά στον πλανήτη δεν υπάρχει μόνο άμεση φορολογία. Παντού υπάρχει συνδυασμός άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Απλώς τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο αναζητούν την φόρμουλα εκείνη όπου η αναλογία άμεσων – έμμεσων φόρων θα είναι υπέρ των πρώτων.
Η τελική τιμή
Από την άλλη, αν μειωθούν κάποια στιγμή οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης θα πρέπει αυτή η μείωση να περάσει στην τελική τιμή που επιβαρύνεται ο καταναλωτής και όχι να την καρπωθεί η επιχείρησης που πουλάει προϊόντα ή προσφέρει υπηρεσίες.
Στην Ελλάδα, ωστόσο υπάρχει το παράδοξο πράγματι οι έμμεσοι φόροι να έχουν αυξηθεί σημαντικά τα χρόνια των μνημονίων, με τον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ να βρίσκεται στο 24% και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης – ιδιαίτερα στα καύσιμα -να είναι από τουςυψηλότερους της Ευρώπης και όταν γίνεται μία προσπάθεια μείωσή τους αυτή να μην μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή. Αυτό είναι άλλωστε και το επιχείρημα της Νέας Δημοκρατίας και του αρχηγού τηςκ. Κυριάκου Μητσοτάκη στα πυρά που δέχεται από την αντιπολίτευση γιατί δεν μείωσε τους συντελεστής ΦΠΑ στα τρόφιμα όπως έκαναν η Ισπανία, η Πορτογαλία και εσχάτως η Κύπρος.
Η φοροδιαφυγή
Από την άλλη, είναι ευρέως γνωστό ότι όσο πιο υψηλοί είναι οι συντελεστές φορολογίας στους έμμεσους φόρους τόσο μεγαλύτερη είναι η φοροδιαφυγή πουπαρατηρείται. Με ΦΠΑ 24% το παζάρι «τόσο με απόδειξη τόσο χωρίς απόδειξη» δίνει και παίρνει εκεί που υπάρχει δυνατότητα να μην κοπεί απόδειξη. ΣτουςΕιδικούς Φόρους Κατανάλωσης δε, όταν υπάρχουν αυξημένοι συντελεστές, το λαθρεμπόριο καυσίμων, τσιγάρων και ποτών ανθεί με τεράστια απώλεια εσόδων για το κράτος.
Βάσει όλων των παραπάνω, το κράτος θα πρέπει πάντα να βρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στους φορολογικούς συντελεστές που επιβάλει, τα έσοδα που εισπράττει, τιςεπιβαρύνσεις που επωμίζονται τα νοικοκυριά και φυσικάτο λαθρεμπόριο και την παραοικονομία που αυτοί δημιουργούν.
Τα ισοδύναμα μέτρα
Επίσης, για κάθε μείωση συντελεστών φόρων είτε αυτοί αφορούν τον ΦΠΑ είτε τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης είτε τους Φόρους Εισοδήματος θα πρέπειη επόμενη κυβέρνηση να βρει ισοδύναμα μέτρα ώστε να μην κινδυνέψει η ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού και ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα.
Η Νέα Δημοκρατία στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ για μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στα τρόφιμαή και τον μηδενισμό τους για συγκεκριμένες κατηγορίεςπροϊόντων απαντάει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει αφενός γιατί εκτιμά ότι δεν θα περάσει στον τελικό καταναλωτή αυτή η μείωση αφετέρου το δημοσιονομικό κόστος θα είναι τεράστιο και θα πρέπει να επιβληθούν άλλα μέτρα για να καλυφθεί η απώλεια των εσόδων.
Από την άλλη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης λένε ότι η μεγάλη αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ οφείλεται ακριβώς στο ότι οι συντελεστές παραμένουν υψηλοί και ότι αυτά τα υπερέσοδα αποτελούν πρόσθετη φορολογία για τους πολίτες. Η Νέα Δημοκρατία από τη μεριά τηςαπαντάει ότι η αύξηση των εσόδων οφείλεται στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην αυξημένη ζήτηση και όχι στην υπερφορολόγηση.
Η πραγματικότητα
Οι αριθμοί, πάντως, είναι αποκαλυπτικοί όπως αναλύονται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων στην απολογιστική έκθεση για τα έτη 2021-2022. Το περυσινό έτος το κράτος εισέπραξε 21,43 δισ.ευρώ έσοδα από ΦΠΑ (4 δισ. ευρώ περισσότερα σε σύγκριση με το 2021) και 2,7 δις. ευρώ περισσότερα σεσύγκριση με το στόχο που είχε τεθεί για το σύνολο του περασμένου έτους. Επίσης, κατά το περυσινό έτος το ελληνικό δημόσιο εισέπραξε περίπου 7 δισ. ευρώ από Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης όλων των κατηγοριών(324 εκατ. ευρώ περισσότερα από το 2021), ενώ από από φόρους Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων εισέπραξε πέρυσι 11 δισ. ευρώ (+ 882 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2021) και από νομικά πρόσωπα 4,6 δισ.ευρώ (+ 1,25 δις. ευρώ έναντι του 2021). Τα έσοδα από ΦΠΑ στις ΔΟΥ το 2022 ήταν 13,9 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 19,41% και από τον ΦΠΑ τελωνείων 7,5 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 30% σε σύγκριση με το 2021.