«Η φωτιά καίει δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις και ευτυχώς δεν απειλεί καλλιέργειες και κατοικημένες περιοχές», είναι ένα από τα συνηθισμένα δημοσιογραφικά μοτίβα του καλοκαιριού.
Προσπερνώντας το οξύμωρο της χρήσης του επιρρήματος «ευτυχώς» κατά την περιγραφή μιας καταστροφής, ας σταθούμε στον έτερο παραλογισμό· ανακουφιζόμαστε που η πυρκαγιά δεν απειλεί, τάχα, την ανθρώπινη οικονομική δραστηριότητα παρά εξελίσσεται, υποτίθεται, μακριά και κατακαίει μέρη έξω από το κοντόφθαλμο, λογιστικό μας σύμπαν.
Κάνουμε το δραματικό λάθος να θεωρούμε ότι λογιστική αποτίμηση –που στις ημέρες μας αποτελεί υπέρτατη αξία- έχουνε μονάχα οι καλλιέργειες και τα σπίτια· ποιος νοιάζεται για δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις; Αυτές δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται, δεν έχουνε αντικειμενική κι εμπορική αξία, δε δηλώνονται στο Ε9, δε μας αλλάζουν φορολογική κλίμακα, δε μπορούνε να «κρυφτούνε» σε ανώνυμες ή υπεράκτιες εταιρίες κι ούτε θα απαιτήσει κανείς χρηματική αποζημίωση για την καταστροφή τους.
Τι κι αν δίχως το δάσος και τη χέρσα ζώνη που το περιβάλει, δεν υπάρχει οξυγόνο και ζωή; Τι κι αν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της καταστροφής των δασών, πέραν των υπόλοιπων τραγικών και αυτονόητων συνεπειών τους, θα έχουν και βαρύτατο λογιστικό κόστος μεθαύριο; Ποιο θα είναι, άραγε, το λογιστικό αποτύπωμα των πλημμυρών, της διάβρωσης, της απώλειας χώματος και καλλιεργήσιμης γης, της ατμοσφαιρικής επιβάρυνσης, της γενικότερης οικολογικής υποβάθμισης, των συνεπειών στη δημόσια υγεία; Εφόσον το μόνο που μας ενδιαφέρει, τελικά, στη σημερινή εποχή είναι το χρήμα, ποιος πρόκειται να πληρώσει για όλα αυτά;
Δυστυχώς, όταν καίγεται ένα δάσος μακριά από το σπίτι μας, εξακολουθούμε ανόητα να αισθανόμαστε μια ανακούφιση που δε μας πλησίασαν οι φλόγες. Δε συνειδητοποιούμε ότι οποιαδήποτε πυρκαγιά αποτεφρώνει δασικές εκτάσεις, εντέλει καταστρέφει το ίδιο μας το σπίτι.
Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»