Στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βίωσε η χώρα μας την περασμένη δεκαετία, εμπεδώθηκε ένα κλίμα απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και ο ακραίος διχασμός υποβάθμισε την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου.
Μετά από τα ακριβά μαθήματα των τελευταίων ετών, οι πολίτες περίμεναν ότι οι παλαιοκομματικές νοοτροπίες στην άσκηση εξουσίας που μετέτρεπαν το κράτος σε λάφυρο θα αποτελούσαν παρελθόν.
Δυστυχώς όμως, όπως απέδειξε και η υπόθεση των υποκλοπών, οι κυβερνώντες παραμένουν αμετανόητοι. Ένας βασικός λόγος του αποτελέσματος των εκλογών του 2019 ήταν ότι οι πολίτες είχαν απογοητευθεί από τις παλινωδίες της Κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου που έπληξαν τους θεσμούς. Όμως από την πρώτη μέρα ο Πρωθυπουργός, σιωπηρά, έδειξε ότι είχε άλλες προτεραιότητες, που μόνο φιλελεύθερες δεν μπορείς να τις χαρακτηρίσεις. Έθεσε την ΕΥΠ υπό τον απόλυτο έλεγχο του, αλλάζοντας μάλιστα το θεσμικό πλαίσιο για να διορίσει Διοικητή τον εκλεκτό του, που μπορεί να μην είχε τα τυπικά προσόντα αλλά είχε το πλεονέκτημα της στενής σχέσης με τον Γενικό Γραμματέα του Γραφείου του και ανιψιό του.
Καθημερινά προβάλλονται νέα στοιχεία για τη σκοτεινή αυτή υπόθεση, χωρίς όμως κανείς να γνωρίζει με βεβαιότητα τι ευσταθεί και τι όχι, ποιος δυσφημεί και ποιος δυσφημείται, ποιος εκβιάζει και ποιος εκβιάζεται. Η κυβέρνηση από την πλευρά της δηλώνει «όλα στο φως» ενώ με μια σειρά αντισυνταγματικών μεθοδεύσεων στη Βουλή και στο δημόσιο λόγο της επέβαλλε τη συσκότιση.
Υπό τον φόβο της καταδίκης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την πίεση των συντεταγμένων πολιτικών και νομικών ενεργειών που κάναμε όλο το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση έφερε ένα σχέδιο νόμου που παρά τα κάποια θετικά στοιχεία, δε θίγει τον πυρήνα των σοβαρών παθογενειών του συστήματος αλλά τα διαιωνίζει απροκάλυπτα.
Σε μία άτακτη υποχώρηση, αναίρεσε τους επικίνδυνους για τη Δημοκρατία μας αφορισμούς πολλών κυβερνητικών στελεχών, όπως της κυρίας Μπακογιάννη που έσχιζαν τα ιμάτιά τους στα τηλεοπτικά παράθυρα υποστηρίζοντας αλαζονικά ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και επαρκές. Στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις παρανομίες του Μεγάρου Μαξίμου υποστήριζαν μάλιστα ότι δεν εξαιρείται κανείς του ελέγχου της ΕΥΠ πολλώ δε μάλλον οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού που θα μπορούσαν να ζημιώσουν πιο καίρια τα εθνικά συμφέροντα απ’ ότι ο «περιπτεράς της γειτονιάς». Στο σχέδιο νόμου της όμως η κυβέρνηση προτείνει το αυτονόητο, επιβεβαιώνοντας τη θεσμική νίκη του κόμματός μας καθώς θέτει αυστηρές προϋποθέσεις και την ανάγκη πρότερης έγκρισης του Προέδρου της Βουλής για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων.
Αυτό που ωστόσο συνεχίζει να εξοργίζει είναι η εμμονή της στη συσκότιση των πεπραγμένων της, η έλλειψη κάθε διάθεσης λογοδοσίας, για μια υπόθεση που πλήττει βάναυσα το κύρος των θεσμών μας και δυσφημεί τη χώρα διεθνώς.
Το χρονικό διάστημα των τριών ετών που τίθεται, καθώς και η γνωστοποίηση μόνο του γεγονότος και της διάρκειας της παρακολούθησης, και όχι των λόγων που την προκάλεσαν, αποτελούν οπισθοχώρηση σε σχέση με το νομικό πλαίσιο που κατήργησε τον Μάρτιο του 2021. Εξάλλου, η ΑΔΑΕ που θα έπρεπε να είναι αυτή που αποφασίζει για τη γνωστοποίηση της παρακολούθησης, παραγκωνίζεται από ένα συλλογικό όργανο, στο οποίο την πλειοψηφία θα έχουν αυτός που πρότεινε (Διοικητής ΕΥΠ) και αυτός που διέταξε την παρακολούθηση (Εισαγγελέα ΕΥΠ) με άλλα λόγια οι ελεγχόμενοι που γίνονται και ελεγκτές. Ακόμα και η έννοια της εθνικής ασφάλειας, διευρύνεται τόσο ώστε να καλύπτει έως και τα ζητήματα δημόσιας υγείας. Ο στόχος προφανής: Η επικύρωση της παρακολούθησης χιλιάδων πολιτών.
Η κυβέρνηση, υποτιμά περεταίρω τη νοημοσύνη μας. Ενώ διαφημίζει ψευδώς ότι πρώτη πανευρωπαϊκά απαγορεύει τα κατασκοπευτικά λογισμικά, όχι μόνο ανοίγει επίσημα το δρόμο για την αγορά τους από το δημόσιο, χωρίς καν τη συμμετοχή της ΑΔΑΕ στη σχετική διαδικασία, δίνει και το δικαίωμα στο διοικητή της ΕΥΠ να αποφασίζει αυθαίρετα ποια λογισμικά θα απαγορεύονται και ποια όχι.
Μία ακόμα έκφανση της αντιθεσμικής λειτουργίας και άρνησης λογοδοσίας της κυβέρνηση είναι το γεγονός πως η ΑΔΑΕ, η κατεξοχήν αρμόδια σύμφωνα και με το Σύνταγμα, δεν κλήθηκε να πει τη γνώμη της για το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Συνιστά μια ακόμα συνταγματική απρέπεια ενός συστήματος εξουσίας που δε θέλει θεσμικά αντίβαρα στην ανεξέλεγκτη δράση του.
Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να καταλάβει ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να επιτρέπει στο μέλλον, σε κανέναν πρωθυπουργό αυτό που επέτρεψε στον ίδιο: Να λειτουργεί στο περιβάλλον του ένας παρακρατικός μηχανισμός παρακολουθήσεων. Απέναντι στον καθεστωτισμό της κυβέρνησης, εμείς υποστηρίζουμε ένα άλλο πρότυπο και μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα διακυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τήρησε εξαρχής θεσμική στάση για τη διαλεύκανση του ζητήματος.
Εμείς προτείναμε ένα πλέγμα νομοθετικών παρεμβάσεων, απολύτως απαραίτητων ώστε να αποκατασταθεί η θεσμική ομαλότητα, με την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της Ε.Υ.Π. και την ενίσχυση του ρόλου της Α.Δ.Α.Ε. ως ανεξάρτητης αρχής.
Προτείναμε:
την κατάργηση της αντισυνταγματικής διάταξης που απαγορεύει στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους παρακολουθούμενους για λόγους εθνικής ασφαλείας και μάλιστα αναδρομικά,
την πλήρη αιτιολόγηση της άρσης του απορρήτου στην σχετική εισαγγελική διάταξη ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητά της,
την αποκοπή της ΕΥΠ από το πρωθυπουργικό γραφείο,
η τελική απόφαση για την παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφαλείας, να λαμβάνεται από Τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο Εφετών και να γνωστοποιείται με πλήρη στοιχεία αμέσως στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ώστε ο έλεγχος να είναι ουσιαστικός,
Απέναντι στην επικίνδυνη τοξικότητα που επενδύουν η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ απαντάμε με ένα προοδευτικό πλαίσιο υπεύθυνων προτάσεων για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και της ενίσχυσης των θεσμών. Η παράταξή μας εξάλλου δημιούργησε τις Ανεξάρτητες Αρχές, μηχανισμούς λογοδοσίας και διαφάνειας στο κράτος όπως είναι η «Διαύγεια».
Σε χώρες με αδύναμους θεσμούς, η διολίσθηση σε φαινόμενα διαφθοράς και μηχανισμούς συναλλαγής ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία είναι σύνηθες φαινόμενο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη θέση από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον «Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά» της Διεθνούς Διαφάνειας. Κάποιοι αυταπατώνται ότι ένα τέτοιο συγκεντρωτικό μοντέλο μπορεί να είναι τουλάχιστον οικονομικά αποτελεσματικό. Ο μόνος όμως τρόπος για να υπάρχει ευημερία και οικονομική ανάπτυξη στη χώρα είναι να αποκτήσουμε ισχυρή θεσμική συγκρότηση. Μόνο μια θεσμική ευρωπαϊκή κανονικότητα μπορεί να φέρει καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες και περισσότερες ευκαιρίες για τους νέους ανθρώπους.