Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχεδιάζει κεντρική διαχείριση των προγραμμάτων “Εξοικονομώ“ με στόχο τη μείωση του κόστους αγοράς των υλικών (συστήματα θέρμανσης, μονώσεις κλπ) και επιτάχυνση των διαδικασιών υλοποίησης των έργων παράλληλα με απλούστευση των διαδικασιών που θα περιλαμβάνει κατάργηση σειράς δικαιολογητικών.
Στην προοπτική αυτή αναφέρθηκε ο γενικός γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτού Πλούτου του ΥΠΕΝ Αριστοτέλης Αιβαλιώτης μιλώντας σε ενεργειακό συνέδριο όπου έκανε λόγο για περισσότερο συγκεντρωτική δομή προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κατεύθυνση που εξετάζει το ΥΠΕΝ είναι η ανάθεση της διαχείρισης των προγραμμάτων (συγκέντρωση και υποβολή των δικαιολογητικών, πιστοποιήσεις, υλοποίηση των παρεμβάσεων) σε εταιρίες ή κοινοπραξίες που θα επιλεγούν κατόπιν διαγωνισμού ή εναλλακτικά θα εγγραφούν σε σχετικό μητρώο εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις επάρκειας που θα τεθούν.
Με το μοντέλο που εφαρμόζεται ως τώρα κάθε ιδιοκτήτης ξεχωριστά απευθύνεται σε μηχανικό, συγκεντρώνει τα δικαιολογητικά, υποβάλει αίτηση, αγοράζει εξοπλισμό – υλικά, κλπ.
“Το ΥΠΕΝ έρχεται σε επαφή με δεκάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες σε κάθε προκήρυξη με αποτέλεσμα να προκύπτουν καθυστερήσεις. Επιπλέον είναι διαφορετικό το κόστος όταν αγοράζει κανείς π.χ. μία αντλία θερμότητας και άλλο όταν προμηθεύεται 1000 αντλίες. Μεγάλο μέρος των ενισχύσεων που δίνονται σήμερα καταλήγει σε διαχειριστικά κόστη, και έσοδα για το λιανεμπόριο, τους ενδιάμεσους φορείς κλπ. Με πιο κεντρική διαχείριση θα υπάρξουν οικονομίες κλίμακας και αποδοτικότερη διαχείριση των πόρων”, ανέφεραν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πηγές του ΥΠΕΝ.
Παράλληλα, επανεξετάζονται πριν προχωρήσουν οι νέες προκηρύξεις τα δικαιολογητικά που ζητούνται από τους ενδιαφερόμενους προκειμένου να απλουστευθεί η διαδικασία. Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, δείγμα της πολυπλοκότητας είναι να υπάρχουν ακόμα εκκρεμότητες με την προκήρυξη του 2021.
Την επιτάχυνση των επενδύσεων στην εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια επιτάσσει και η επίτευξη των στόχων του ενεργειακού σχεδιασμού για αναβάθμιση 400.000 κατοικιών ως το 2030, δηλαδή 67.000 κατοικιών κάθε χρόνο τα επόμενα έξι χρόνια.