Με 191 ψήφους έναντι 109 ψηφίστηκε χθες στη Βουλή ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία που εκτός από την αγορά μαχητικών αεροσκαφών Rafale και φρεγατών Belharra εμπεριέχει ρήτρα συνδρομής όταν από ένα από τα δύο μέρη της συμφωνίας απειλείται από τρίτο κράτος. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασαν τη συμφωνία ως ιστορική αναδεικνύοντας σημαντικές παραμέτρους όπως ότι η Γαλλία είναι η μόνη ευρωπαϊκή πυρηνική δύναμη που είναι δίπλα στην Ελλάδα και ότι η χώρα μας ενισχύει το ρόλο της στην περιοχή ως φυλάκιο της Δύσης προς Ανατολάς.
Από την πλευρά του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, αιτιολόγησε τη στάση του κόμματος για καταψήφιση της συμφωνίας αναφερόμενος στο κόστος της αγοράς των εξοπλισμών όπως αυτό προκύπτει από τη συμφωνία, καθώς και στην ανυπαρξία πρόβλεψης συνδρομής, λόγω μη σαφούς καθορισμού του όρου επικράτεια, εννοώντας πιο συγκεκριμένα τα ζητήματα υφαλοκρηπίδας και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ΑΟΖ. Επιπλέον, αναφέρθηκε και στο ενδεχόμενο αποστολής Ελλήνων στρατιωτών στην περιοχή του Σαχέλ -υποσαχάρια οριζόντια ζώνη κρατών που ξεκινά από τη Σενεγάλη στον Ατλαντικό και καταλήγει στην Ερυθραία και την Ερυθρά Θάλασσα.
Οι τόνοι στη συζήτηση ανέβηκαν, γεγονός που υποδεικνύει ότι πέρα από τις επιμέρους θέσεις και αιτιάσεις, η συγκεκριμένη συζήτηση αποτέλεσε για τους πολιτικούς αρχηγούς μια ευκαιρία να διασταυρώσουν τα ξίφη τους σε κοινοβουλευτική διαδικασία που πολιτικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως η κορύφωση της πρώτης πολιτικής περιόδου που ξεκίνησε από την Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, δεν είναι καινοφανές, ακόμη και σε συζητήσεις που αφορούν σημαντικά ζητήματα Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής να θερμαίνεται το πολιτικό θερμόμετρο, διατηρώντας όμως τις εθνικές κόκκινες γραμμές.
Στο επίπεδο της πολιτικής σημειολογίας, είναι ενδιαφέρον ότι Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποίησαν τα επίθετα εθνική και πατριωτική αντίστοιχα, για να περιγράψουν το αίσθημα ευθύνης με την οποία αντιμετωπίζουν την κατάσταση. Όροι που έλκουν την πολιτική χρήση τους στη μεταπολίτευση από τους εκλιπόντες πρώην πρωθυπουργούς Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, δηλώνοντας τη στάση απέναντι στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα με ιδεολογικό πρόσημο.
Αυτό που είναι σαφές και κατανοητό είναι ότι οι πολιτικοί ηγέτες δεν μειοδοτούν ούτε κατ’ ελάχιστο, γεγονός που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ευρύτερη συναίνεση. Ωστόσο, τα τελευταία δύο χρόνια η ρητορική και πρακτική για τη Συμφωνία των Πρεσπών έχει δημιουργήσει ένα ρήγμα, που το μόνο που κάνει είναι να ευνοεί την ανάσυρση ακραίων απόψεων πάνω σε κεφαλαιώδη ζητήματα που αφορούν στο μέλλον της χώρας, ρίχνοντας νερό στον μύλο των πατριδοκάπηλων.
Επιπλέον, χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα συμφέροντά τους, αλλά από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να αφήνουμε ανεκμετάλλευτες σημαντικές συγκυρίες που ενισχύουν την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μέσα από επωφελείς συμμαχίες κοινού συμφέροντος. Τη στιγμή μάλιστα, που η πολιτική της γείτονος και του «σουλτάνου» Ερντογάν, εκτός από αλλοπρόσαλλη και αποπροσανατολιστική, είναι ακραία επιθετική. Και η ευθύνη είναι και εθνική και πατριωτική…