Εσπρεσάκια και φρέντοι

Πρέπει να διαβάσετε

Σε πολυσύχναστη καφετέρια επαρχιακής πόλης, γνωστό στέκι «ευυπόληπτων» τοπικών παραγόντων, μπαίνει ξάφνου μεσήλικας γυναίκα, που το ντύσιμο και οι κινήσεις της προδίδουν διαφορετική κοινωνική προέλευση από το status του μαγαζιού.

Πλησιάζει στο μπαρ και παραγγέλνει «δυο φρέντους, για έξω». «Επιφανής» θαμώνας κι η παρέα του, που κάθονται παραδίπλα και παρακολουθούν με απαξιωτικό βλέμμα τη γυναίκα από τη στιγμή που μπήκε στο κατάστημα, εκλαμβάνουν ως γλωσσική χοντροκοπιά την παραγγελία «δυο φρέντους».

Ο «επιφανής», θεωρώντας πως η πελάτισσα δεν έχει, τάχα, το κατάλληλο επίπεδο για να ζητά τέτοιον σικάτο καφέ, σχολιάζει ειρωνικά προς την ομήγυρη πως «τα μεταξωτά βρακιά θέλουνε και επιδέξιους κώλους» κι αυτοί ξεσπούν σε χαχανητά.

Λίγο πριν, ο ίδιος ο «επιφανής» είχε παραγγείλει στον σερβιτόρο ένα … «εσπρεσάκι». Κανείς απ’ την παρέα δεν ξέσπασε σε γέλια κι ούτε που τους πέρασε απ’ το μυαλό πως ο «επιφανής» ενδεχομένως να υπέπεσε σε γλωσσικό ολίσθημα. Κι όμως, κι οι δυο πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, ενέταξαν ξενικές λέξεις στο ελληνικό κλιτικό σύστημα· η μεσήλικας γυναίκα την απέδωσε στον πληθυντικό αριθμό κι ο «επιφανής» έπλασε ένα υποκοριστικό παράγωγο.

Σύνηθες να προσαρμόζονται ξενικές λέξεις στον γλωσσικό κώδικα ενός λαού· ακόμα και η λέξη «καφεδάκι», που αντάλλαξαν νωρίτερα μεταξύ τους οι πρόθυμοι είρωνες της ομήγυρης σε γραπτά μηνύματα καθώς κανόνιζαν τη συνάντησή τους, εντάσσεται σε αυτό το φαινόμενο.

Ενώ οι δυο αυτοί άνθρωποι βρέθηκαν σε κοινό γλωσσικό τόπο, χλευάστηκε ο οικονομικά κατώτερος, ο φαινομενικά παράταιρος με τον χώρο και τους θαμώνες. Στοχοποιήθηκε αυτός που ανήκε σε άλλη κοινωνική τάξη, μα και σε άλλο φύλο· ενδεχομένως, αν ήταν άντρας, να το σκεφτόταν περισσότερο οι αυτήκοοι μάρτυρες πριν εξακοντίσουν τα καυστικά τους βέλη. Αντίθετα, το «εσπρεσάκι» του «επιφανούς» όχι απλώς πέρασε απαρατήρητο, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και χαριτωμένο, κομψό και γουστόζικο.

Άλλωστε, η γλώσσα και η χρήση της αποτελεί εξουσιαστικό εργαλείο και χρησιμοποιείται διαχρονικά για τη διατήρηση και την εμπέδωση της ισχύος μιας ομάδας έναντι μιας άλλης.

Ανέκαθεν οι κάθε λογής προνομιούχοι εκλαμβάνουν ως ανώτερο το δικό τους γλωσσικό ιδίωμα, απαξιώνοντας ως μορφωτικά κατώτερο οποιονδήποτε άλλον γλωσσικό κώδικα, ακόμα κι αν η γλωσσολογική επιστήμη έχει από καιρό καταρρίψει τους σχετικούς μύθους.

Αδιάφορο για την παρέα του πολυσύχναστου καφέ, που εξακολουθεί ακροβολισμένη να ειρωνεύεται τους «παρίες», αγνοώντας πως, εντέλει, η γλώσσα που εκείνοι μιλούν υπόκειται στους ίδιους ακριβώς κανόνες με τη δική τους.

Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα