Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η Μαρία Καρυστιανού κατηγορεί τον εφέτη – ανακριτή, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατηγορεί την Μαρία Καρυστιανού επειδή κατηγόρησε τον εφέτη – ανακριτή, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κατηγορεί την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, επειδή κατηγόρησε την Μαρία Καρυστιανού που κατηγόρησε τον εφέτη – ανακριτή. Ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη για αναρτήσεις δικηγόρου που στοχοποιούν τον εφέτη – ανακριτή , η Ένωση Δικαστών – Εισαγγελέων βγάζει ανακοίνωση για να μας πει ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη για τα Τέμπη, οι συγγενείς των θυμάτων υποβάλλουν μήνυση κατά του εφέτη – ανακριτή.
Όχι οι καλύτερες μέρες για την ελληνική δικαιοσύνη, η οποία πέρα από την διαχρονική δυσπιστία των πολιτών απέναντί της, έχει βρεθεί τώρα στο μάτι του κυκλώνα και για την τραγωδία των Τεμπών. Οι σπασμωδικές αντιδράσεις και το δημόσιο – κάπως πολιτισμένο, πάντως – ξεκατίνιασμα των λειτουργών της δεν βοηθά πολύ.
Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πώς μπορεί να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση – στην προκειμένη περίπτωση ειδικά, κάθε βήμα συνοδεύεται από δυσπιστία, κάθε απόφαση θα έχει από πάνω της σκιές.
Αλλά αν κάνουμε ένα βήμα πίσω από την συγκεκριμένη υπόθεση, τότε θα δούμε ότι οι ευθύνες όσων οδήγησαν τη δικαιοσύνη στο σημερινό σημείο είναι διαχρονικές, μεγάλες και βαρύτατες. Σχεδόν εξίσου βαριές ή και βαρύτερες από τις ευθύνες όσων προκάλεσαν και την οικονομική/κοινωνική κρίση που βασανίζει μέχρι και σήμερα την Ελλάδα.
Η δικαιοσύνη δεν είναι απλώς το καταφύγιο των αδύνατων, ο βασικός, ίσως βασικότερος πυλώνας κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Είναι εκείνος ο θεσμός που διαχωρίζει τον πολιτισμό από το χάος.
Εκείνοι που έπληξαν και πλήττουν τη δικαιοσύνη, με απροκάλυπτες παρεμβάσεις, δημιουργία παραδικαστικών κυκλωμάτων, με ακραία κομματικές επιλογές, με προσπάθεια ελέγχου, με κυνισμό, καιροσκοπισμό, πολιτική υστεροβουλία και αντιθεσμική, καθεστωτική αντίληψη πλήττουν βαθιά και φοβάμαι ανεπανόρθωτα την κοινωνία.
Τραβάνε το χαλί στη δημοκρατική σταθερότητα και ανοίγουν την πόρτα στους “Τραμπ” από το πανέρι (Βελόπουλο, Λατινοπούλου, Ζωή) να δυναμώσουν τόσο ώστε να καθορίζουν την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης.
Συμβαίνει επί πολλά χρόνια, με ευθύνη και των ίδιων των λειτουργών της δικαιοσύνης.
Στην τρέχουσα συγκυρία όμως βρισκόμαστε πια σε ένα απολύτως κρίσιμο σημείο: αν δεν σταματήσει η απαξίωση της δικαιοσύνης, θα θερίσουμε θύελλες. Όχι μονάχα εκείνοι που έσπειραν ανέμους. Όλοι.
Η απαξίωση, βέβαια, δεν σταματά με κλισέ δηλώσεις του στιλ: “΄έχουμε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη” ή με συνεχείς αλλαγές του ποινικού κώδικα.
Σταματά με μεγάλη προσπάθεια, θεσμική προσήλωση, κοινωνική ενσυναίσθηση, πολιτική τόλμη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Τα βλέπει κάποιος όλα αυτά στο σημερινό πολιτικό προσωπικό;
Ρηττορικό ερώτημα.