Με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) να αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» του νέου συστήματος ηλεκτρισμού της χώρας – με στόχο τη διείσδυσή τους στην ηλεκτροπαραγωγή στο 95,6% έως το 2035 – η χώρα εκτιμάται ότι θα καταστεί σταδιακά ενεργειακά ανεξάρτητη σύμφωνα με τις προβλέψεις του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Η στοχαστικότητά τους σχεδιάζεται να ισοσκελιστεί με μονάδες αποθήκευσης ενέργειας και κυρίως με αντλησιοταμιευτικά έργα που επιτρέπουν ένα πιο βαθύ «μαξιλάρι» ενεργειακής ασφαλείας, όπως επεσήμανε χθες, παρουσιάζοντας τη νέα στρατηγική της χώρας για την επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ως το 2050, η υφυπουργός Ενέργειας κυρία Αλεξάνδρα Σδούκου.
Το ΕΣΕΚ
Επίσης, μια σημαντική διαθέσιμη ισχύ φυσικού αερίου θα διατηρηθεί τα επόμενα χρόνια για λόγους ασφάλειας τροφοδοσίας ενώ σοβαρές επενδύσεις προβλέπονται στα ηλεκτρικά δίκτυα για να ανταποκριθούν στο νέο τους ρόλο, δηλαδή να «σηκώσουν» την αυξημένη ζήτηση και να «υποδεχθούν» τη μεγάλη ισχύ από ΑΠΕ που απαιτείται.
Μέσα από το πρόγραμμα διεθνών διασυνδέσεων, σύμφωνα με την υφυπουργό, η Ελλάδα θα καταστεί ενεργειακός κόμβος, με όλα τα γεωπολιτικά οφέλη και, αφετέρου, καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας. Το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει 3,5 TWh (τεραβατώρες) εξαγωγές το 2035 και πάνω από 11 TWh το 2045, όταν σήμερα η Ελλάδα εισάγει πάνω από 3 TWh.
Το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει εξαγωγές ενέργειας 3,5 TWh το 2035
Ενεργειακή ανεξαρτησία
Η προσπάθεια ενεργειακής μετάβασης της χώρας, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε χθες ο υπουργός Ενέργειας κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, έχει και μια άλλη οπτική που είναι βαθιά οικονομική. «Με αυτό το σχέδιο για πρώτη φορά μετά την βιομηχανική επανάσταση η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει ενεργειακή ανεξαρτησία. Τα τελευταία πάρα πολλά χρόνια είναι ενεργειακά εξαρτημένη από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Είχαμε το λιγνίτη και το νερό, ποτέ όμως δεν κάλυπτε το 100% των αναγκών μας.
Τα νησιά ανέκαθεν καλύπτονταν από εισαγόμενο πετρέλαιο. Και όλες οι υπόλοιπες ενεργειακές ανάγκες καλύπτονταν από εισαγόμενα καύσιμα. Είμαστε μία εισαγωγική και εξαρτημένη χώρα ενεργειακά. Το ΕΣΕΚ οδηγεί στην εθνική ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλάζει το βαθύτερο οικονομικό υπόβαθρο της χώρας», τόνισε ο υπουργός.
Το «road map» για την ενεργειακή ασφάλεια
Το διάστημα 2025 – 2030, βάσει του ΕΣΕΚ, η διείσδυση αιολικών και φωτοβολταϊκών επιταχύνεται όπως και οι επενδύσεις σε αποθήκευση ενέργειας. Το 2028 οι λιγνίτες σβήνουν. Επίσης, επιτυγχάνεται ο εξηλεκτρισμός των αστικών μεταφορών, συνεχίζεται το «πρασίνισμα των κτιρίων και «φυτεύεται ο σπόρος» για νέες τεχνολογίες. Έτσι σταδιακά εισάγονται στο ενεργειακό μείγμα νέες πηγές, όπως βιομεθάνιο, υδρογόνο και υπεράκτια αιολικά, ξεκινά η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, μπαίνουν οι αντλίες θερμότητας σε μεγάλη κλίμακα, σχεδιάζονται οι μεγάλες διεθνείς διασυνδετήριες ηλεκτρικές «λεωφόροι» και λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις για την εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Μετά το 2040 γίνονται ανταγωνιστικές και νέες τεχνολογικές λύσεις που σήμερα υπάρχουν αλλά είναι μη οικονομικές. Έτσι, υδρογόνο, συνθετικά καύσιμα, Direct Air Capture και άλλες λύσεις στοχεύουν σε τομείς που είναι οι πλέον δύσκολοι να μειώσουν τις εκπομπές τους, όπως οι βαριές μεταφορές και τμήματα της βιομηχανίας, η ναυτιλία και η αεροπλοΐα. «Δεν θέλουμε να είμαστε early adopters, ώστε να μην την πληρώσουμε «χρυσή», αλλά δεν θέλουμε να χάσουμε και το καράβι», σημείωσε η κυρία.
Αναφερόμενη στο βιομεθάνιο που έχει τη δυναμική να αντικαταστήσει ένα μέρος του φυσικού αερίου άμεσα και χωρίς πρόσθετη επένδυση σε υποδομές, επεσήμανε ότι οι στόχοι είναι 2 TWh το 2030, 3,5 TWh το 2040. Στο υδρογόνο ο στόχος της 1 TWh το 2030 εικοσαπλασιάζεται το 2050. Επεσήμανε ωστόσο ότι στη Δέσμευση και Αποθήκευση Άνθρακα (CCS) η Ελλάδα ήδη αναπτύσσει μια από τις πρώτες αποθήκες άνθρακα στη Μεσόγειο με τα ελληνικά διυλιστήρια και την τσιμεντοβιομηχανία να σχεδιάζουν τις δικές τους υποδομές δέσμευσης.
Υπεράκτια VS Αέριο
Πάντως, η πλέον κρίσιμη συνιστώσα της διαδικασίας, σύμφωνα με την κυρία Σδούκου, είναι ο εξηλεκτρισμός με ΑΠΕ. Σήμερα έχουμε 57% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή με στόχο να φτάσει σταδιακά το 95,6% το 2035. Ωστόσο, για λόγους ασφάλειας τροφοδοσίας διατηρείται μια σημαντική διαθέσιμη ισχύ φυσικού αερίου που θα επικαιροποιείται τακτικά, ανάλογα με τις σχετικές Μελέτες Επάρκειας Εφοδιασμού του ΑΔΜΗΕ.
Όμως, το 2050 το αέριο που θα κατέχει το 9% της εγκατεστημένης ισχύος θα παράγει μόνο το 2,8% της ενέργειας, ουσιαστικά μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, ενώ τα τα υπεράκτια αιολικά θα αντιστοιχούν στο ένα έβδομο της εγκατεστημένης ισχύος και θα παράγουν το 33% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται η χώρα.
Όσο για την αποθήκευση τίθεται φιλόδοξος στόχος 6.2 GW για το 2030 που θα τριπλασιαστεί το 2050 στα 17 Γιγαβάτ, με τον πιο κρίσιμο ρόλο να παίζουν τα αντλησιοταμιευτικά. Στα δίκτυα και στις διασυνδέσεις οι απαιτήσεις πολλαπλασιάζονται ως απόρροια της αυξημένης ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια και της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ αντίστοιχα.
Στη διανομή, οι ετήσιες επενδύσεις ήδη ξεπερνούν το μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Παράλληλα προχωρά η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών πού από 660.000 σήμερα θα καλύπτουν 7,5 εκατομμύρια παροχές έως το 2030.
Μείωση του ενεργειακού κόστους
«Οι λόγοι της ενεργειακής μετάβασης δεν είναι μόνο περιβαλλοντικοί, αλλά και οικονομικοί», όπως υπογράμμισε η κυρία Σδούκου. Συνυπολογίζοντας επιμέρους κόστη και επενδύσεις, σήμερα, το μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζεται σε 145 ευρώ/MWh (μεγαβατώρα) και αποκλιμακώνεται από την ενεργειακή μετάβαση στα 139 ευρώ/MWh το 2030 φτάνοντας σταδιακά στα 95 ευρώ/MWh το 2050.
Παράλληλα, θα προωθηθεί η ταχύτατη απανθρακοποίηση του κτιριακού τομέα με στόχο έως το 2050 να «πρασινίσουν» 1,9 εκατ. κτίρια, αλλά και των μεταφορών. «Μόνο η αντικατάσταση καυστήρων πετρελαίου με αντλίες στα κτίρια επιφέρει εξοικονόμηση τελικής ενέργειας πάνω από 70% και εξοικονόμηση κόστους άνω του 50%», τόνισε η υφυπουργός. Όσο για την ηλεκτροκίνηση, ο στόλος σε κυκλοφορία αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 30.000 οχήματα σήμερα σε περισσότερα από 460.000 το 2030.
Η αυτοκατανάλωση και τα δυναμικά τιμολόγια
Στις προτεραιότητες, σύμφωνα με την κυρία Σδούκου για τα επόμενα χρόνια, είναι η δημιουργία ενεργών καταναλωτών. Έτσι, πέρα από την προώθηση της αυτοκατανάλωσης, με συγκεκριμένα μέτρα και προγράμματα, δέσμευση ηλεκτρικού χώρου και επιδότηση μέρους του κόστους εγκατάστασης, ενεργοποιείται και το εργαλείο της δυναμικής τιμολόγησης ρεύματος.
Τα δυναμικά τιμολόγια θα προσφέρονται από τις αρχές του 2025, αρχικά σε επαγγελματικούς καταναλωτές με στόχο στο τέλος του 2025 να υποστηρίζεται η δυναμική τιμολόγηση σε περίπου 1.5 εκατομμύριο παροχές, καλύπτοντας το 60% της συνολικής κατανάλωσης του δικτύου.
Οι επενδύσεις και οι προκλήσεις
Όσον αφορά στην επίπτωση του ΕΣΕΚ στην ελληνική οικονομία οι επενδύσεις του ΕΣΕΚ (σύνολο 436 δισ. ευρώ ως το 2050) συνεισφέρουν 6 δισ. ευρώ ως Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία σε ετήσια βάση για όλη την περίοδο 2025-50. «Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι πάρα πολύ μεγάλες», όπως σημείωσε ο κ. Σκυλακάκης, επισημαίνοντας ότι «για να το φέρουμε εις πέρας με επιτυχία πρέπει να είναι όλες υψηλής απόδοσης». Επιπλέον, όπως είπε χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει χώρος για επιδοτήσεις. «Εφτά προϋπολογισμοί του κράτους δεν χωράνε για να επιδοτήσεις αυτή την ενεργειακή μετάβαση. Το κλειδί είναι οι αποτελεσματικές επενδύσεις», υποστήριξε.
Από την πλευρά του, ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κ. Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, αναφέρθηκε, στις τρεις μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά του το ΕΣΕΚ: «Η πρώτη πρόκληση είναι συμπεριφορική, καθώς το ΕΣΕΚ αλλάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και όπως κάθε αλλαγή, έχει να αντιμετωπίσει την αντίδρασή τους.
Η δεύτερη είναι οικονομική, καθώς πρέπει να βρούμε τα χρήματα έως το 2030 και το 2050 για την υλοποίηση των στόχων. Η τρίτη πρόκληση έχει να κάνει με την ικανότητα υλοποίησης, με τους ανθρώπους, είτε κρατικούς φορείς είτε επιχειρήσεις είτε απλούς πολίτες που θα ενστερνιστούν και θα υλοποιήσουν αυτές τις συγκεκριμένες αλλαγές».