Με επιτυχία, τιμήθηκε στην γενέτειρα του, από την ΤΕ Χανίων του ΚΚΕ, ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης, με συναυλία – αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του.
Σε ανακοίνωσή της η ΤΕ Χανίων του ΚΚΕ αναφέρει:
«Με τίτλο «Αυτές οι καρδιές δεν βολεύονται, παρά μόνο στο δίκιο», η μουσική του, για άλλη μια φορά συγκίνησε βαθιά, δίνοντας ανάταση για νέας “πάλης ξεκίνημα”.
Η εκδήλωση, άνοιξε με χαιρετισμό από τον Γιώργο Αγοραστάκη, Πρόεδρο του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη, στον οποίο σημείωσε:
Είδα στην ανακοίνωση της Τομεακής Επιτροπής Χανίων του ΚΚΕ, γι’ αυτήν εδώ την συναυλία, ένα εύστοχο απόφθεγμα του Μίκη Θεοδωράκη και το κράτησα για να σας πω δυο λόγια, γιατί πιστεύω ότι αυτό κρύβει μια μεγάλη αλήθεια για την ουσία του Μίκη Θεοδωράκη.
Λέει το απόφθεγμα: «όλη τη ζωή μου τη μοίρασα σε αγώνες και σε μουσική. Και είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα».
Πρέπει να σας πω -γιατί πιθανότατα δεν το ξέρετε- ότι αυτή η φράση προέρχεται από μια προεκλογική του ομιλία εδώ στα Χανιά το 1964.
Ήρθε και μίλησε στους Χανιώτες για: «την φλόγα που με καίει…»
Και συνεχίζει…
«Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης. Γιατί, όπως ξέρουν, δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε συνθέτης, αλλά ένας συνθέτης Κρητικός, κι αυτό το τελευταίο βαραίνει πολύ μέσα μου και θέλω προσπάθεια μεγάλη για να παραμείνω πεισματικά, αμετανόητα και πάντα Κρητικός.
Όμως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται, όταν το έθνος του ταπεινώνεται, φιμώνεται, μεταβάλλεται σε ζούγκλα…
Και συνεχίζει…
Πώς θέλετε από τον καλλιτέχνη, που τον εκτιμάτε και τον αγαπάτε, να μένει αδιάφορος, απομονωμένος πίσω από τις παχιές κουρτίνες, πίσω από τη ζωή, και να φτιάχνει ήρεμος, ξένοιαστος και αδιάφορος τραγούδια, όταν έξω, στους βουερούς δρόμους, η αδικία αλωνίζει, το ψέμα θριαμβεύει και η μισαλλοδοξία κυριαρχεί;
Αυτός ο καλλιτέχνης, κι αν υπάρχει, είναι ψεύτικος και ψεύτικα θα ’ναι τα τραγούδια που θα σας φτιάξει. Γιατί ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι ότι ντρέπομαι. «Ντρέπομαι για την ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου», όπως έγραψε κάποτε ο Παλαμάς καθισμένος μπροστά στο τζάκι του, καθώς σκεφτόταν πως υπάρχουν παιδάκια μελανιασμένα και νηστικά μέσα σε ξέφραγες παράγκες. Ντρέπομαι για τα μικρά μας αδέλφια που δουλεύουν δεκαπέντε ώρες σε ταβέρνες, σε γκαράζ, σε χωράφια, σε μηχανουργεία, σε εργοστάσια, μονάχα για ένα πιάτο φαγί, ενώ θα ’πρεπε να βρίσκονται σε ηλιόλουστα σχολεία και πράσινα γήπεδα. Ντρέπομαι για τους γέρους και τις γριούλες, που μόχθησαν σ’ όλη τους τη ζωή, γέννησαν, ανάθρεψαν τους πολίτες της χώρας αυτής και τώρα ζητιανεύουν για να ζήσουν.
Και συνεχίζει…
Όχι, δεν μπορεί να λεγόμαστε πολιτισμένος λαός, πολιτισμένοι άνθρωποι, όταν δεχόμαστε γύρω μας τόση αθλιότητα. Κι από πάνω έχουμε το κουράγιο να μιλάμε σοβαρά για τέχνη…
Εμείς οι πρωτοπόροι αγωνιστές, εμείς που πολεμήσαμε τον ξένο κατακτητή, εμείς που βρεθήκαμε πάντα επικεφαλής σε όλους τους δίκαιους αγώνες του λαού μας για ψωμί, δουλειά, μόρφωση και ειρήνη, ενώ με το ένα χέρι κρατάμε το σπαθί για να κόβουμε το χέρι το παρασιτικό, που δεν ξέρει παρά μονάχα πώς να κλέβει και πώς να δολοφονεί, με το άλλο χέρι κρατάμε τα όνειρα που θα ανοικοδομήσουν, να αναγεννήσουν την πατρίδα μας.
Γιατί πιστεύουμε βαθιά πως η πατρίδα μας μπορεί να γίνει μια ζωντανή κυψέλη δουλειάς, δημιουργίας, ευτυχίας και χαράς.
Και τότε, πάνω από τις σκαλωσιές και μέσα από τους κάμπους η πατρίδα μας θα γεμίσει τραγούδια. Τότε, ελεύθερος από την ντροπή και ο καλλιτέχνης θα μπορέσει να ξανατραγουδήσει τραγούδια χαράς, δημιουργίας και ελευθερίας.»
Αυτή ήταν λοιπόν η φλόγα που έκαιγε τον Μίκη Θεοδωράκη.
Αυτή ήταν και η ουσία του.
Μ’ αυτή την ουσία έφτιαξε τα τραγούδια του, που τα τραγουδάμε κι ας μην ξέρουμε γιατί και πως γράφτηκαν.
Εκ μέρους του ΚΚΕ, το αφιέρωμα προλόγισε, ο Μπάμπης Λουτσέτης, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ και δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Χανίων, με την Λαϊκή Συσπείρωση.
Μεταξύ άλλων τόνισε:
(…) O Μίκης έλεγε «Οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα». Και πραγματικά, κυνηγήθηκε άγρια από το αστικό κράτος, τόσο για την συμμετοχή του, στους μεγάλους λαϊκούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα, όσο και για την επαναστατική μουσική του.
Αναμφίβολα ο Μίκης είναι ένα από τα μετρημένα παραδείγματα μουσικών παγκόσμια, που δεν συνέθετε παρατηρώντας από το παράθυρο την Ιστορία, αλλά μπήκε στα σίδερα και στη φωτιά, συμμετέχοντας ο ίδιος στο γράψιμό της. Ειδικά η συμβολή του στο έπος του λαού μας τα χρόνια της θύελλας 1940-50 τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Μέσα απ’ αυτή διδάχτηκε, διαπαιδαγωγήθηκε, ατσαλώθηκε, αυτή έγινε μια αστείρευτη πηγή για όλο το έργο του, όπως συνέβη άλλωστε και στον άλλο μας μεγάλο δημιουργό με παρόμοια αγωνιστική διαδρομή, στον Γιάννη Ρίτσο.
«(…) ο αληθινός λαός την εποχή εκείνη, γράφει 30 χρόνια αργότερα, ήταν εκείνος που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά του στην εξουσία φτάνοντας στην κορυφαία μορφή πάλης: τον ένοπλο αγώνα. Έτσι έγινε λαός – ήρωας».
(…) Ο Θεοδωράκης φρόντιζε συνειδητά να καλλιεργεί την ευαισθησία μας, γιατί μέσα από τις προσωπικές του δοκιμασίες είχε συμπεράνει πως για να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι ευαίσθητος. Πως για να μπορείς αντέξεις σε όλες τις κακουχίες και τις κάθε είδους κακοτοπιές και αντιξοότητες του ταξικού αγώνα, πρέπει να μην μπορείς να αντέξεις το άδικο, να μην μπορείς να αντέξεις την ασκήμια με όποια μορφή, κοινωνική, ηθική, πολιτική.
(…) Η ζωή, ο αγώνας και η Τέχνη, ήταν πράγματα αξεχώριστα για εκείνον. Και έθεσε σκοπό ζωής, αυτό να το κοινωνήσει στην λαϊκή συνείδηση. Πιστεύοντας ακράδαντα πως ο λαός είναι ικανός να κατακτήσει τις ανώτερες μορφές της ανθρώπινης δημιουργίας, καλλιέργησε με αφοσίωση μια τέχνη που πατώντας σε ήχους γνώριμους και οικείους στον λαό, θα τον ανυψώνει. Έτσι δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, αλλά και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που να μπορεί να αφομοιωθεί από πλατιά λαϊκά στρώματα. «Έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του», όπως έγραφε γι’ αυτόν ο Ρίτσος. (…)
Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,
Καθώς φαίνεται τα αστικά κόμματα Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φοβούνται να δουν κατάματα την Ιστορία, γιατί ξέρουν πως κάποια μέρα θα σαρώσει την αστική εξουσία που υπηρετούν. Η δική τους ιστορία είναι οι βάσεις του θανάτου, τα ορμητήρια για το αιματοκύλισμα των λαών, είναι οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που κλέβουν τον πλούτο από τον πραγματικό δημιουργό του, τον εργαζόμενο λαό, και καταβροχθίζουν ένα – ένα τα δικαιώματά του. (…)
Το έργο του Μίκη μας βοηθά να μην ξεχνάμε τη θηριωδία της αστικής τάξης απέναντι σε όσους απειλούν την εξουσία της. Μας δείχνει όμως και ότι πάντα -και όχι μονάχα όταν οξύνεται η ταξική πάλη – το πρώτο που την τάξη αυτή απασχολεί, είναι να θωρακίσει την εξουσία της απέναντι στον Εχθρό Λαό. Στις μέρες μας που διευρύνονται οι κοινωνικές-ταξικές ανισότητες μαζί με όλα τ’ άλλα και από την εκτίναξη της ακρίβειας, τη στρατηγική της πράσινης μετάβασης, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την ολοένα και βαθύτερη εμπορευματοποίηση της υγείας, της παιδείας, του πολιτισμού, αυτή της η προσπάθεια εντείνεται και θα ενταθεί ακόμα περισσότερο συνδυάζοντας την ενσωμάτωση με την καταστολή.
Έτσι τελικά, η Διαθήκη που ο Θεοδωράκης μας αφήνει, είναι πως πρέπει να σταθούμε όρθιοι σε όλες τις κρίσιμες καμπές της ταξικής πάλης. Να μην λείψουμε, αλλά να γίνουμε η φλόγα, των μεγάλων μεγεθών της Ιστορίας, που έτσι ή αλλιώς θα’ ρθούν.
Στην συνέχεια, ακολούθησε η συναυλία, που έντυσε το θέατρο Μίκης Θεοδωράκης με ήχους, βέλη στην καρδιά, και χρώματα αγώνα, από το έργο του μεγάλου συνθέτη, εκτελεσμένα, από τους εξαιρετικούς καλλιτέχνες Τάσο Ψαλιδάκη, Ανθή Μανουσέλη και η Ελένη Ρεντινιώτη στο τραγούδι και Γιώργο Σαλτάρη στο πιάνο και την μουσική επιμέλεια».