Τον υψηλότερο δείκτη κόκκινων δανείων στην Ευρώπη εξακολουθεί να εμφανίζει η Ελλάδα, παρά τις τιτάνιες προσπάθειες από πλευράς συστημικών τραπεζών να απαλλαγούν από την κληρονομικά της κρίσης και να στραφούν στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Με το ιδιωτικό χρέος στη χώρα να ξεπερνά τα 260 δις ευρώ, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που διατηρούνται στις τράπεζες να ανέρχονται στα 15 δις ευρώ και σε εταιρείες διαχειρίσεως απαιτήσεων στα 87 δις ευρώ, η χώρας μας παραμένει στο μάτι του κυκλώνα, ο οποίος από την πίεση των οικογενειακών προϋπολογισμών, τις υψηλές τιμές ενέργειας, την αύξηση των επιτοκίων που αναγκάζει τα νοικοκυριά στην καταβολή υψηλότερων δόσεων στα δάνεια, φέρνει στο προσκήνιο τον κίνδυνο αύξησης των επισφαλειών.
Στα στεγαστικά δάνεια η κατάσταση έχει πλέον ξεφύγει. Ένας νέος δανειολήπτης, επί παραδείγματι, που επιθυμεί να πάρει στεγαστικό με εξασφαλισμένο σταθερό κόστος δανεισμού για τα πρώτα 5 με 10 χρόνια από τράπεζα της Ευρωζώνης, καλείται να πληρώσει κατά μέσο όρο για αυτό επιτόκιο 3,3% σύμφωνα με τα στοιχεία του Νοεμβρίου 2022, από μόλις 1,3% το Νοέμβριο του 2021. Με βάση τη διαφορά αυτή, ένας δανειολήπτης που πριν από ένα χρόνο θα πλήρωνε μηνιαία δόση 396,19 ευρώ για στεγαστικό ύψους 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής 25 έτη και κλειδωμένο επιτόκιο για τα πρώτα 5 με 10 χρόνια, τώρα για να συνάψει το ίδιο δάνειο πρέπει να καταβάλλει δόση 496,34 ευρώ για τα πρώτα αυτά χρόνια. Πρόκειται ουσιαστικά για αύξηση στη δόση που ξεπερνά ούτε λίγο ούτε πολύ το 25%. Επιβαρύνεται, πρακτικά με επιπλέον 100 ευρώ το μήνα, ή με 1.200 ευρώ το χρόνο. Και εδώ αναφερόμαστε στα επιτόκια βάσης της ΕΚΤ, χωρίς να έχουμε υπολογίσει το κέρδος των τραπεζών, το οποίο αν υπολογιστεί διαμορφώνει ένα τελικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων που αγγίζει το 6%.
Παράλληλα, μέσα στο 2023 προβλέπονται επιπλέον αυξήσεις των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων, κατά 0,50% το Μάρτιο, κατά 0,25% το Μάιο, κατά 0,25% τον Ιούνιο και επίσης κατά 0,25% τον Ιούλιο, κατάσταση που περιγράφεται ως βραδυφλεγής βόμβα αφού το ενδεχόμενο να κοκκινίσουν δάνεια που παρέμεναν μέχρι τώρα πράσινα, με νύχια και με δόντια, είναι σχεδόν βέβαιο.
Όλο αυτό το οικονομικό μείγμα όχι μόνο μειώνει το ιδιωτικό χρέος, αλλά προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που στην τωρινή συγκυρία αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, με δεδομένο ότι τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων πλήττονται από τον πληθωρισμό αλλά και τα κέρδη των εταιρειών πιέζονται, αφενός από του κόστος των πρώτων υλών, αφετέρου από τη μείωση της κατανάλωσης.
Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που λήφθηκε με ταχύτητα ασφαλιστικών μέτρων, ανοίγει διάπλατα το δρόμο στα funds για πλειστηριασμούς. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν καταναλωτές και επιχειρήσεις δεν απειλούνταν με τόσο μαζικούς πλειστηριασμούς. Ποτέ, όμως, δεν ήταν και τόσο απροστάτευτοι όσο σήμερα. Η Κυβέρνηση δεν μπορεί να κρύβεται πλέον πίσω από έναν ανεπαρκή και αναποτελεσματικό εξωδικαστικό μηχανισμό. Κανένας, άλλωστε, εξωδικαστικός μηχανισμός δεν μπορεί να καλύψει το κενό από την κατάργηση της προστασίας της κατοικίας και την εξάλειψη κάθε διαπραγματευτικής δύναμης των οφειλετών που η ίδια προκάλεσε.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής κατέθεσε και πάλι τροπολογία στη Βουλή για την επαναφορά της προστασίας της κύριας κατοικίας των αδύναμων δανειοληπτών από τους πλειστηριασμούς και τους εκβιασμούς των funds με τη βάση το Ν.3869/2010. Με καθορισμό χαμηλότερων δόσεων και σταθερό, χαμηλό επιτόκιο για τις ρυθμίσεις δανείων. Με επιδότηση από το δημόσιο των δόσεων αποπληρωμής για αποδεδειγμένα αδύναμους δανειολήπτες. Με προστασία της αγροτικής γης.
Η βιώσιμη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, η προστασία της κύριας κατοικίας, η πραγματική δεύτερη ευκαιρία και μια λύση αξιοπρέπειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η αποφυγή αφελληνισμού της επιχειρηματικότητας αποτελούν βασική πολιτική προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και θα βρεθούν στην κορυφή του προγραμματικού μας λόγου πριν αλλά και μετά τις εκλογές.