«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν ηθικό καθήκον, έχουν υποχρέωση προς στους πολίτες. Εάν επιτρέπουν αυτό να συμβαίνει στην ΕΕ τότε είναι συνένοχοι στην καταστροφή της δημοκρατίας» τόνισε η εισηγήτρια της επιτροπής για τη χρήση λογισμικού παρακολούθησης (PEGA) Σοφί Ιντ’Βελτ στο Στρασβούργο, κατόπιν της ψήφισης της έκθεσης σε επίπεδο επιτροπής.
«Η εντολή της επιτροπής μας φτάνει στο τέλος της τώρα, αλλά η δουλειά μας είναι μακριά από το να τελειώσει και υπολογίζω σε αυτό το Κοινοβούλιο και όλους αυτούς που ήταν ενεργοί τους τελευταίους 14 μήνες για να συνεχίσουμε τη δουλειά μας με βάση τις συστάσεις που κάνουμε για να διαβεβαιώσουμε ότι (οι συστάσεις) θα είναι κάτι παραπάνω από λίστα με ευχές, αλλά θα κάνουν διαφορά στην πράξη έτσι ώστε να υπάρξει η διαβεβαίωση ότι η κατάχρηση του λογισμικού παρακολούθησης κατά των Ευρωπαίων πολιτών θα εξαφανιστεί από την ΕΕ στο μέλλον» υπογράμμισε ο κ. Λέναρς.
Παράλληλα, ο κ. Λέναρς είπε ότι αυτή η δουλειά ξεκίνησε «υπό την προσέγγιση των θυμάτων, θυμάτων της κατάχρησης λογισμικού παρακολούθησης που μπορεί να πάρει τον έλεγχο των τηλεφώνων και γνωρίζουμε ότι ζούμε σε εποχές στις οποίες όλη μας η ζωή είναι στα τηλέφωνά μας» με την κ. Ιντ’Βελτ να συμπληρώνει ότι «εστιάσαμε πολύ στα θύματα ή ας πούμε στους στόχους της παράνομης κατασκοπείας και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν επελέγησαν τυχαία».
Επίσης, σημείωσε ότι «εδώ δεν κοιτάμε μόνο το πρόβλημα της ιδιωτικής ζωής των ατόμων που παραβιάστηκε. Μιλάμε για ανθρώπους που έγιναν στόχοι εσκεμμένα, για πολιτικούς λόγους. Μπορεί να ήταν δημοσιογράφοι που ασκούσαν κριτική, μπορεί να ήταν δικηγόροι, ακτιβιστές, ακόμη και δημόσιοι αξιωματούχοι που έκαναν τη δουλειά τους πολύ ανεξάρτητα και προσπαθούσαν να φέρουν στο φως τα κακώς κείμενα. Δεν πρόκειται μόνο για ζημιά που έχει κάνει σε άτομα, αλλά για τη ζημιά στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου».
Από την πλευρά του ο Γερούν Λέναρς, ανέφερε ότι «σε μια ιδανική κατάσταση, η επιτροπή μας δεν θα υπήρχε ποτέ. Σε μια ιδανική κατάσταση δεν θα υπήρχε κατάχρηση του λογισμικού παρακολούθησης στην ΕΕ και όπου γινόταν τέτοια κατάχρηση θα υπήρχε έντονη αντίδραση από την Κομισιόν και το Συμβούλιο. Αυτό δεν έγινε σ’ αυτή την περίπτωση και δείχνει ότι η επιτροπή μας ήταν οπωσδήποτε απαραίτητη. Και ακόμη και αν είχαμε έλλειψη συνεργασίας από τα κράτη-μέλη γενικά και επίσης από τους υπόλοιπους θεσμούς, ήμασταν τυχεροί που μπορούσαμε να βασιστούμε στη στήριξη πολλών άλλων. Ερευνητές δημοσιογράφους, χωρίς τους οποίους θα ήμασταν ακόμη στο σκοτάδι για πολλά από τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στην έκθεση, την κοινωνία των πολιτών, ακαδημαϊκούς, ειδικούς στην τεχνολογία, όλους αυτούς τους ανθρώπους που μας στήριξαν και μας βοήθησαν εδώ και πάνω από έναν χρόνο».
Σε ερώτηση σχετικά με τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση και αξιωματούχους, η Σοφί Ιντ’Βελτ ανέφερε ότι όταν η επιτροπή ταξίδεψε στην Ελλάδα, συναντηθήκαν με τον υπουργό και υπήρξαν και άλλες χώρες που ήταν πολύ φιλικές στις οποίες είχαν συναντήσεις. «Δεν είναι το ίδιο με το να μοιραστούν πραγματικές και σημαίνουσες πληροφορίες» προσέθεσε η εισηγήτρια της PEGA σημειώνοντας ότι «εάν δούμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα είμαι εξαιρετικά ανήσυχη. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι όταν λέμε οι Αρχές, υπάρχει η κυβέρνηση, αλλά υπάρχουν επίσης και άλλες Αρχές. Συναντηθήκαμε σε πολλές περιπτώσεις για παράδειγμα με την ΑΔΑΕ και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων. Λένε μία διαφορετική ιστορία από την κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια ναι, μιλήσαμε με τις αρχές».
Ο επικεφαλής της επιτροπής απάντησε ότι «υπήρχαν ορισμένες χώρες, κυρίως η Πολωνία και η Ουγγαρία στις οποίες δεν υπήρχε καμία επικοινωνία με την κυβέρνηση ή τις επίσημες Αρχές. Μόνο μετά από πολλά αιτήματα, ένα μήνυμα ότι δεν θα συνεργαστούν με την έρευνά μας».
Ο κ. Λέναρς, επισήμανε ότι «όσον αφορά στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Ισπανία γίναμε δεκτοί από τις Αρχές και σε επίπεδο υπουργών, οργανώσαμε συναντήσεις εδώ στις Βρυξέλλες με εξ αποστάσεως συμμετοχή, υψηλοί αξιωματούχοι των υπουργείων συμμετείχαν. Στην περίπτωση της Ελλάδας είχαμε μία μακρά συνάντηση με τον αρμόδιο υπουργό. Φυσικά, ως επιτροπή είχαμε πολλά ερωτήματα και δεν απαντήθηκαν όλα, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά σχετικά με το πώς τα διαφορετικά κράτη-μέλη απάντησαν στο αίτημά μας για συμμετοχή. Όταν μιλάμε για συμμετοχή των κρατών-μελών γενικά, στείλαμε 27 ερωτηματολόγια στα κράτη-μέλη από τα οποία πολύ λίγα από αυτά ήρθαν πίσω με σχετικές πληροφορίες και κάποιοι δεν απάντησαν καν συμπεριλαμβανομένης της χώρας μου της Ολλανδίας».
«Υπό αυτή την έννοια μιλώντας για δέσμευση και συμμετοχή των κρατών-μελών είναι πολύ απογοητευτικό και σημαίνει επίσης ότι πρέπει να συνεχίσουμε τη μάχη μας με πολλή ενέργεια για να φέρουμε τις απόλυτα απαραίτητες αλλαγές στην Ευρώπη» κατέληξε.